Γιάννης Σερβετάς, ο συγγραφέας
Οι βετεράνοι τής μικρής οθόνης τον θυμούνται από τα πρώτα χρόνια τής ιδιωτικής τηλεόρασης και τους «Ανεκδοτάδες», να δίνει στο κοινό τον ορισμό τής παρέας. Οι νεότεροι τον έμαθαν μέσα από τις πρόσφατες ραδιοτηλεοπτικές δουλειές του, τα βιβλία και τα θεατρικά. Σε όλη αυτήν την πορεία, η ρετσίνα βρισκόταν κοντά σε κάθε στιγμή ανεμελιάς και δυσκολίας. Μια σχέση που παραμένει δυνατή και σήμερα.
Η ρετσίνα είναι trademark της πόλης μας. Είναι το παχύ μας λάμδα – αλλά σε κεχριμπαρένια μορφή, μέσα σε μπουκάλι. Η ρετσίνα μας.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ.
Για τον περισσότερο κόσμο, ο Γιάννης Σερβετάς είναι συνώνυμο του χαμόγελου και της ανεμελιάς. Αυτό πιθανότατα οφείλεται στην πολυετή τηλεοπτική και ραδιοφωνική του παρουσία, αλλά και στα ημερολόγια-ανεκδοτολόγιά του, που –δικαίως– βρίσκονταν επί χρόνια στις λίστες των πλέον ευπώλητων βιβλίων. Για κάποιους άλλους είναι ένας άνθρωπος γεμάτος συναισθήματα. Ένας φίλος και πατέρας. Ένας καλός άνθρωπος με κάππα κεφαλαίο. Όσοι είδαν το stand-up show «Βαλίτσα και παύλα», γνωρίζουν τι εννοούμε. Τα παιδιά τον έχουν συνδέσει με συναισθήματα της αθωότητας. Τον γνώρισαν μέσα από τα παραμύθια του: τον χριστουγεννιάτικο «Δαγκωμένο κουραμπιέ», που έγινε και θεατρικό έργο, αλλά και το πρόσφατο «Τα πέντε αδέρφια».
Ελάχιστοι ίσως φαντάζονται ότι, όπως όλοι μας, είχε και αυτός τις δικές του δύσκολες στιγμές. Κάποιες από αυτές είχαν δίπλα κι ένα ποτήρι ρετσίνα. Όχι, δεν έλυσε ως διά μαγείας τα προβλήματα… Ήταν όμως η αισιόδοξη αρχή, για να πάρουν τα πράγματα τον δρόμο τους.
«Η ρετσίνα, όσο γραφικό κι αν ακουστεί αυτό που θα πω, ήταν και είναι το στήριγμα και η παρηγοριά σε όλα τα δύσκολα, αλλά και το ‘κερασάκι στην τούρτα’ σε όλες τις χαρές μου» εξηγεί ο Γιάννης Σερβετάς. «Κάποτε πέρασα μια μεγάλη ‘φουρτούνα’ και βρέθηκα σε δεινή θέση. Χρωστούσα πολλά λεφτά – φυσικά, δεν είπα κάτι στους γονείς μου, για να μη τους στενοχωρήσω, ο πατέρας μου όμως, που κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, με έκανε με τον τρόπο του να ανοίξω την καρδιά μου και να του πω όλη την αλήθεια. Όταν τα άκουσε ο μπάρμπα-Βασίλης, σκοτείνιασε… Αναστέναξε βαριά, χτύπησε το χέρι στο πόδι, έκλεισε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του, περπάτησε ανήσυχος πάνω κάτω και μου είπε: ‘Γιάννη, τα χρωστάς αυτά τα λεφτά και θα πρέπει να βρούμε τρόπο να τα πληρώσουμε. Τώρα υπάρχουν δύο τρόποι να το περάσουμε. Ο ένας είναι να κλαίμε όλη την ημέρα γι’ αυτό που έπαθες. Ο άλλος, να ανοίξουμε μια ρετσίνα, να την πιούμε και να λέμε και τίποτα, μήπως και ξεχαστούμε’. Η μάνα μου, η κυρά-Παναγιώτα, έφερε μια ρετσίνα και κάθισε μαζί μας. Από τότε, πάντοτε, και στα δύσκολα, αλλά και στα καλά, ανοίγω μία ρετσίνα».

ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΑΨΑΔΑ.
Σε όλο το διάβα τής ιστορίας τους, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τα ελληνικά κρασιά συνόδευσαν κάθε στιγμή τού Έλληνα. Ευχάριστη ή δυσάρεστη. Ποιες σκέψεις φέρνει στο μυαλό τού Γιάννη Σερβετά το άκουσμα των όρων «κρασί» και «ρετσίνα»;
«Τα ελληνικά κρασιά είναι εξαιρετικά – από τα καλύτερα του πλανήτη μας. Με μυρωδιές και αψάδα από τα κακοτράχαλα ψηλά βουνά, ζυμωμένα με θαλασσινή αλμύρα και δεμένα από τον υπέροχο ήλιο μας. Τα κρασιά μας έχουν αυτές τις γεύσεις που μαγεύουν τους γνώστες. Όμως, η ρετσίνα μας είναι οι θύμισες από κυριακάτικα μεσημέρια που παρακολουθούσα ποδόσφαιρο σε ξερά γήπεδα και αλάνες, είναι οι παρέες που ήταν φτιαγμένες ‘στο γόνατο’ σε μια καντίνα κάπου στο χάσιμο και η ανεμελιά από την εφηβεία μου με τους φίλους μου».
Και ενώ οι αναμνήσεις διαδέχονται η μία την άλλη, στο μυαλό τού Γιάννη Σερβετά έρχεται το ακόλουθο –επαναλαμβανόμενο– σκηνικό. «Πλατεία Ναυαρίνου. Αυτή ήταν η γειτονιά μου. Εκεί καθόμασταν στο ‘Λιόπεσι’, μια παρέα που σιγά σιγά μεγάλωνε, επειδή μαζεύονταν όοοοολα τα παιδιά. Στο τέλος, ο λογαριασμός έγραφε:
- Μία μερίδα κεφτεδάκια.
- Μία σαλάτα.
- Έξι μερίδες ψωμί.
- 64 ρετσίνες.
Φυσικά, ήταν ρεφενέ…».
ΜΕ ΛΑΜΔΑ ΠΑΧΥ.
Μπορεί η ρετσίνα να συνόδευσε τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές ανθρώπων σε κάθε γωνιά τής Ελλάδας, για τον Γιάννη Σερβετά όμως είναι συνώνυμη της Θεσσαλονίκης: «Θέλω να σας πω κάτι που, αν δεν το πω, θα σκάσω. Όταν ήμουν πιο μικρός και όχι αναγνωρίσιμος, όπου και να πήγαινα ταξίδι, πάντοτε μαζί με το φαγητό στις ταβέρνες ζητούσα και μία ρετσίνα. Κάπως έτσι, πάντοτε καταλάβαιναν ότι είμαι από τη Θεσσαλονίκη και μετά μου χαμογελούσαν πλατιά. Η ρετσίνα είναι trademark τής πόλης μας. Είναι το παχύ μας λάμδα – αλλά σε κεχριμπαρένια μορφή, μέσα σε μπουκάλι. Η ρετσίνα μας».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: