Βούλα Πατουλίδου, η Ολυμπιονίκης
Τον Αύγουστο του 1992 όλη η Ελλάδα πανηγύριζε (και παραμιλούσε) για την τεράστια επιτυχία τής Βούλας Πατουλίδου, η οποία κατέκτησε το χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στα 100 μέτρα μετ’ εμποδίων, στη Βαρκελώνη – και, κατά πολλούς, σήμανε την απαρχή τής «άνοιξης» του ελληνικού στίβου. Τότε που είχε αναφωνήσει την ιστορική, πλέον, φράση «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!». Ήταν μια μακρά πορεία, η οποία βασίστηκε στη σκληρή δουλειά και σε στερήσεις. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος διατροφολόγος αθλητών, για να συμπεράνει ότι ρετσίνα και πρωταθλητισμός δεν βαδίζουν χέρι χέρι… Ποιες είναι, λοιπόν, οι παραστάσεις της Βούλας Πατουλίδου από το χρυσαφένιο κρασί;
«Η ρετσίνα δεν έχει τάξη, δεν έχει ηλικία, δεν έχει μορφωτικό επίπεδο. Έχει όμως συμβολισμό. Συμβολίζει την οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από το ελληνικό τραπέζι. Τους γονείς, τα παιδιά, τους παππούδες που μαζεύονται για να χαρούν, να γιορτάσουν, να υποδεχθούν τον ξενιτεμένο, αλλά και να αποχαιρετήσουν αυτόν που φεύγει. Αποδέχομαι τον ελληνοπρεπή χαρακτήρα της πλήρως. Είναι ‘άρωμα Ελλάδας’».
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΝΕΜΕΛΙΑΣ
Όταν στον ημιτελικό των 100 μέτρων μετ’ εμποδίων στους Ολυμπιακούς Αγώνες τής Βαρκελώνης, το 1992, η Βούλα Πατουλίδου τερμάτιζε τρίτη στη σειρά της (με 12,88, κάνοντας προσωπικό ρεκόρ), οι πάντες πανηγύριζαν για την τεράστια επιτυχία τού ελληνικού αθλητισμού. Δεν ήταν μικρό πράγμα να πηγαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία μια γυναίκα σε έναν ολυμπιακό τελικό – και μάλιστα σε ένα από τα πιο προβεβλημένα αθλήματα. Η ίδια όμως κράτησε το καλύτερο για τον τελικό: με το 12,64 δεν έσπασε απλώς το πανελλήνιο ρεκόρ, αλλά κατέκτησε και την πρώτη θέση, σπάζοντας την ογδοηκονταετή «ανομβρία» ολυμπιακών μεταλλίων στον στίβο, που κρατούσε από το 1912.

«Ως αθλήτρια, η σχέση μου με το αλκοόλ ήταν ανύπαρκτη» σημειώνει η Βούλα Πατουλίδου. «Δεν ήμουν και δεν είμαι φίλη. Όμως, δεν υπάρχει φοιτητής που να πέρασε από τη Θεσσαλονίκη χωρίς να καθίσει σε ένα κουτούκι. Στις αναμνήσεις μου έχω φυλάξει ‘φωτογραφίες ανεμελιάς’, που τις συνοδεύει το χαμηλό ποτηράκι τής ρετσίνας και η μουσική τού Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι. Κουτούκι και ρετσίνα με τους ‘κλασικούς’».
«ΑΡΩΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ»
Σήμερα, η άλλοτε αθλήτρια υπηρετεί ως αντιπεριφερειάρχης τής Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης, στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ παράλληλα είναι πρόεδρος του Οργανισμού Τουρισμού Θεσσαλονίκης. Μάλιστα, ένα από τα πεδία στα οποία προβάλλει την πόλη είναι και η γαστρονομία της. Ποια είναι η σχέση τής ρετσίνας με την Ελλάδα και τον Έλληνα;
«Η ρετσίνα δεν έχει τάξη, δεν έχει ηλικία, δεν έχει μορφωτικό επίπεδο. Έχει όμως συμβολισμό. Συμβολίζει την οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από το ελληνικό τραπέζι. Τους γονείς, τα παιδιά, τους παππούδες που μαζεύονται για να χαρούν, να γιορτάσουν, να υποδεχθούν τον ξενιτεμένο, αλλά και να αποχαιρετήσουν αυτόν που φεύγει. Αποδέχομαι τον ελληνοπρεπή της χαρακτήρα πλήρως. Είναι ‘άρωμα Ελλάδας’».
Η Βούλα Πατουλίδου, γνωρίζοντας πολύ καλά τη Θεσσαλονίκη και τις γειτονιές της, έχει ταυτίσει τη ρετσίνα με τα… υψηλότερα και, κατά πολλούς, γραφικότερα σημεία της: «Άνω Πόλη. Κάστρα. Να τριγυρνάς στα στενά με τα παραδοσιακά σπίτια και τις ‘κρυμμένες’ εκκλησίες και να ξαποσταίνεις στα ταβερνάκια με τα καρό τραπεζομάντηλα και τις ψάθινες καρέκλες. Να τσουγκρίζεις το ποτήρι, να χύνεται η ρετσίνα και να φωνάζεις ‘Γούρι, γούρι!’».
Η ρετσίνα είναι ένα κρασί. Και το κρασί θέλει παρέα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Βούλα Πατουλίδου το συνδέει άρρηκτα με τη συντροφικότητα: «Η ρετσίνα δεν αγαπάει τη μοναξιά» υποστηρίζει. «Θέλει παρέα. Θέλει τον αγαπημένο σου. Θέλει τον φίλο, τον κολλητό, τον συνάδελφο. Θέλει αυτόν που έχει αληθινά, αυθεντικά συναισθήματα. Η ρετσίνα είναι μοίρασμα».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: