Πρόδρομος Νικηφορίδης, ο αρχιτέκτονας
Από την Κρήτη στην Τουλούζη και πίσω στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη, οι σχέσεις τού καταξιωμένου αρχιτέκτονα με τη ρετσίνα ήταν ελάχιστες – ώς μηδενικές. Όπως κάθε άνθρωπος με το μυαλό ανοιχτό στο καινούργιο, ωστόσο, ο Πρόδρομος Νικηφορίδης δηλώνει έτοιμος να δοκιμάσει. Και να αποδεχθεί την εξέλιξη, χωρίς προκαταλήψεις.
Επειδή ‘οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου’, αποφάσισα να δοκιμάσω τρεις ρετσίνες που μου σύστησε γνώστης τού θέματος. Η έκπληξη ήταν πολύ μεγάλη και η εμπειρία μοναδική.
ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ.
Είναι ένας από τους δημιουργούς που, χάρη σε ένα από τα πλέον εμβληματικά έργα του, κατάφεραν να ανοίξουν το μυαλό και την οπτική μιας ολόκληρης πόλης. Αναδιαμορφώνοντας το παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης (από κοινού με τον Μπερνάρ Κουόμο), ο αρχιτέκτονας Πρόδρομος Νικηφορίδης μπόρεσε να προσφέρει στην πόλη μια καινούργια «βιτρίνα» προς τη θάλασσα, ένα παράθυρο στο φως και στον αέρα, που τροφοδοτεί την πόλη με ιδέες, ανάσες, προοπτική και πρόσβαση στην απεραντοσύνη τού ορίζοντα.
Θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος, ένας λάτρης τής Ελλάδας, ακόμη κι αν δεν είχε γαλουχηθεί από τη νεαρή ηλικία του στην κουλτούρα τής ρετσίνας, να κρατά μάτια και μυαλό κλειστά απέναντι στο ελληνοπρεπέστερο των ελληνικών κρασιών; Η απάντηση είναι αυτονόητα αρνητική.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον που δεν είχε ιδιαίτερη σχέση με το αλκοόλ» εξομολογείται ο Πρόδρομος Νικηφορίδης. «Τα αμπέλια τής οικογένειας παρήγαγαν σουλτανίνα για σταφίδα και το επάγγελμα του πατέρα ήταν χασάπης και έμπορος σε μια οικογένεια από την Καππαδοκία – άνθρωποι των βουνών, που ουδεμία σχέση είχαν με τους ανθρώπους των παραλίων τής Μικράς Ασίας και της Σμύρνης. Στο σπίτι δεν κυκλοφορούσε αλκοόλ – εξάλλου, για πολλά χρόνια ο πατέρας ζούσε μακριά».
Και η σχέση με το κρασί; «Στα 16α γενέθλιά μου ήπια ξαφνικά τόσο πολύ, που για τρεις ημέρες ζούσα έναν εικοσιτετράωρο εφιάλτη» θυμάται ο γνωστός αρχιτέκτονας. «Όταν λοιπόν στο πρώτο έτος τής αρχιτεκτονικής, στην Τουλούζη, βρισκόμασταν πρωί πρωί σε καφέ, για να ξεκινήσουμε τις ερευνητικές εργασίες μας στην ύπαιθρο της περιοχής, ζούσα ακόμη έναν εφιάλτη: δεν μπορούσες να μην πιείς αλκοόλ από το πρωί, δεν μπορούσες να αρνηθείς στον ιδιοκτήτη τής φάρμας που έπρεπε να αποτυπώσεις να πιείς eau de vie (απόσταγμα μήλου, κατά κύριο λόγο) στις 10 το πρωί! Πώς να το πιείς χωρίς να το πιείς ήταν το μεγάλο στοίχημα…
«Αργότερα, όταν ξεκίνησα να εργάζομαι στο Παρίσι, πώς να μην πιεις κόκκινο κρασί στο μεσημεριανό γεύμα, όταν όλοι πίνανε; Και πώς να μη λαγοκοιμάσαι μετά στη δουλειά σου; Δεν μπορώ να σας το κρύψω: εγώ και το οινόπνευμα δεν διατηρούμε πολύ φιλικές σχέσεις… Μάλλον ως ‘επιφυλακτικές σχέσεις’ θα τις προσδιόριζα. Όσο για τη ρετσίνα, πάντοτε με το σταγονόμετρο τις μετρημένες στα δάχτυλα του χεριού φορές που ήπια σε κάποια επίσκεψή μου στα πάτρια εδάφη, πριν από σχεδόν 40 χρόνια».
ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ(;).
Και έκτοτε; Ποια είναι η σχέση τού Πρόδρομου Νικηφορίδη με το κρασί, αλλά και με τη ρετσίνα; Άλλαξαν οι γευστικές προτιμήσεις του στην πορεία των χρόνων;
«Πράγματι, τα χρόνια πέρασαν και το ελληνικό κρασί πλησίασε ποιοτικά το γαλλικό» ομολογεί ο γνωστός αρχιτέκτονας. «Το κρασί είχε μια αλματώδη ποιοτική πορεία, που ουδείς φανταζόταν. Είχε και η ρετσίνα αυτήν την πορεία; Η απλή και, κυρίως, φθηνή ρετσίνα τής παρέας, το καθημερινό συνοδευτικό ποτό, αυτό το μοναδικό ποτό τής Ελλάδας, είχε αυτά τα τελευταία χρόνια μιαν αντίστοιχη, ποιοτικά ανοδική πορεία;
»Επειδή ‘οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου’, αποφάσισα να δοκιμάσω τρεις ρετσίνες που μου σύστησε γνώστης τού θέματος. Η έκπληξη ήταν πολύ μεγάλη και η εμπειρία μοναδική. Καμία σχέση με τις ρετσίνες που είχα γευθεί – πάντοτε σε μικρές ποσότητες, επειδή δεν μπορούσαν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα φιλικά γεύματα όπου έπαιρναν μέρος. Ήταν ρετσίνες-κομπάρσοι, ενώ αυτές οι νέες μάς επιφυλάσσουν πολλές ποιοτικές εμπειρίες, που αξίζει να επαναλάβουμε. Η ρετσίνα, λοιπόν, μπορεί να πρωταγωνιστήσει πλέον στα γεύματα μας».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: