Κωστής Ζαφειράκης, ο δημοσιογράφος
Ένας άνθρωπος με τη ζωή να κυλά δυνατά στις φλέβες του δεν θα μπορούσε να δηλώνει ξένος προς τη ρετσίνα και το κρασί, εν γένει – προς τον καταλύτη, δηλαδή, που μας απελευθερώνει από τη συστολή και τους φόβους μας, βοηθώντας τον αληθινό εαυτό μας να βγει στην επιφάνεια λίγο περισσότερο αφτιασίδωτος. Όχι ότι ο Κωστής Ζαφειράκης φοβήθηκε ποτέ να μοιραστεί την αλήθεια του με όλους – φίλους κι εχθρούς. Η ρετσίνα, ωστόσο, του έδωσε λόγο και αφορμή για πολλές, πραγματικά ωραίες ιστορίες ζωής.
Η ηθογραφία τής ρετσίνας –όπως τη θυμάμαι από τα χρόνια τού 1980 και του 1990 και όπως έχει αποτυπωθεί σε όλα τα ‘ασπρόμαυρα’ τραγούδια και φιλμ– παραπέμπει στο αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι.
ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΑΚΙΝΗ ΣΤΑ ΡΕΜΠΕΤΑΔΙΚΑ.
Ο Κωστής Ζαφειράκης είναι ένας άνθρωπος πληθωρικός – πολύς σε όλα του: στα συναισθήματα, στις εμπειρίες, στη χαρά και στη θλίψη, στον ελεύθερο χρόνο και στη δουλειά. Ένας άνθρωπος παθιασμένος, που δεν διστάζει στιγμή να μοιραστεί μαζί σου τη δική του αλήθεια, να σου ανοίξει ένα διάπλατο παράθυρο στη ζωή και στα περασμένα του, στα τωρινά και σ’ αυτά που εύχεται να είναι τα μελλούμενά του. Ένας άνθρωπος που πιάνεται από κάθε άγγιγμα, γεύση, μυρωδιά, εικόνα, άκουσμα, για να απολαύσει το τώρα ώς την τελευταία του σταγόνα και με τις πέντε αισθήσεις του. Θα ήταν ποτέ δυνατόν ένας τέτοιος άνθρωπος (που τυχαίνει να είναι και Θεσσαλονικιός) να μην έχει τις δικές του ιστορίες ζωής για τη ρετσίνα;
«Γερό ποτήρι δεν είμαι – το αντίθετο, μάλιστα» εξομολογείται. «Ούτε μπίρες ούτε ρετσίνες ούτε τσικουδιές. Στα τσιπουράδικα και στις ταβέρνες και στα μπαρ είμαι ο δακτυλοδεικτούμενος της παρέας, ο ‘ξένος’ τού αλκοόλ. Η πρώτη μνήμη που μου έρχεται σχετική με τη ρετσίνα είναι τα αυτοκρατορικά τραπεζώματα της μαμάς στη Γερακινή, στο μπαλκόνι τής κουζίνας – φίλοι, γλυκά μεθύσια και τραγούδια. Ο μπαμπάς γούσταρε τη ρετσίνα, πάντοτε παγωμένη. Οι μεζέδες τής Ρούλας –πότε για ρετσίνα πότε για τσίπουρο– είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα. Ζήσαμε και τις εποχές που το σύνθημα ‘Ρετσίνα Κουρτάκη, κάθε μέρα γιορτή’ κυριαρχούσε, ειδικά στα ξεκαλοκαιριάσματά μας στη Χαλκιδική. Ο μπαμπάς, ερασιτέχνης ψαράς, επέστρεφε από τη θάλασσα με τον κουβά γεμάτο σπάρους, μπαρμπούνια και κεφαλόψαρα. Στο ψυγείο υπήρχαν πάντοτε ρετσίνες, για τις χαρές τις μεσημεριάτικες, μετά το μπάνιο. Ή για τα βραδινά γλέντια, που ξεκινούσαν συνήθως με ρετσίνα ή τσίπουρο. Η αδελφή μου, η Μελίνα, πάντα της πιο μαγκάκι από εμένα, έπινε κρυφά… Ώσπου μια μέρα –αρχές εφηβείας πρέπει να ήμασταν– κατέβασε ένα μπουκάλι ρετσίνα μόνη της και βγήκε εντελώς νοκάουτ, έκανε μέρες να συνέλθει».
Η οικογένεια, λοιπόν, λάτρευε τη ρετσίνα. Ο ίδιος ο Κωστής; «Δεν μου πολυάρεσε η γεύση τής ρετσίνας, αλλά εγώ είμαι και πολύ αθώος και άσχετος σε τέτοια θέματα….» μας λέει γελώντας. «Ακόμη και στις φοιτητικές μας παρεκτροπές, εγώ ήμουν η ασφάλεια όλων, ο συνετός οδηγός που θα τους επέστρεφε όλους σώους και αβλαβείς στα σπίτια τους. Αυτό ισχύει ακόμη. Έχω όμως και κάτι τρελά μεθύσια στο βιογραφικό μου –δεν είμαι και άλιεν–, τα περισσότερα με ρακή ή κρασί. Ακόμη και στις μεγάλες αφραγκιές, ποτέ δεν μπήκα στον πειρασμό να πάρω ρετσίνα από το περίπτερο ή το σούπερ μάρκετ, ούτε για την ‘τιμή των όπλων’, που λένε, για το ‘ονόρε’… Και στα νυχτοπερπατήματά μας, στην παραλία ώς το ξημέρωμα ή στα ρεμπετάδικα, μεθούσα και μεθάω ακόμη με έναν δικό μου ‘μηχανισμό’… Ίσως έχω κάποιο ένζυμο αλκοολούχο στον οργανισμό μου, που ενεργοποιείται αυτομάτως όταν οι περιστάσεις το ζητάνε, δεν ξέρω. Μια φορά είχα δοκιμάσει και το περίφημο ‘Τούμπα Λίμπρε’ – μου το κεράσανε κάτι φίλοι ΠΑΟΚτσήδες και επέμεναν, θυμάμαι, να μου αρέσει, αλλά δεν… Πάντοτε όμως η ρετσίνα, ως σύμβολο, μου φέρνει όλες αυτές τις συγκινήσεις και τις μνήμες, τότε που τριγυρνούσαμε στη νυχτερινή Τσιμισκή, τραγουδώντας Τσιτσάνη. Ή τότε που κολυμπούσαμε νύχτα και μετά χαζεύαμε τα αστέρια ώς την αυγή, κουβεντιάζοντας για έρωτες και άλλα μυστήρια. Ευτυχώς, με ή χωρίς αλκοόλ, αυτές τις συνήθειες τις κρατάμε ακόμη ζωντανές, με τους δικούς μου ανθρώπους».
Η ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ.
«Η ρετσίνα είναι ένα από τα αυθεντικότερα ελληνικά κρασιά, φτιαγμένο με αμπέλι, ρετσίνι και τον ελληνικό ήλιο» εξηγούμε στον Κωστή. Δεν χρειάζεται περισσότερες συστάσεις, όμως… Έχει εικόνα – ίσως καλύτερη κι από τη δική μας.
«Επί δεκαετίες η ρετσίνα υπήρξε το σύμβολο μιας Ελλάδας αυθεντικής, που φαντάζει πλέον παλιά και μακρινή, βγάζει όμως πολλή συγκίνηση» εξηγεί. «Η ηθογραφία τής ρετσίνας –όπως τη θυμάμαι από τα χρόνια τού 1980 και του 1990 και όπως έχει αποτυπωθεί στα ‘ασπρόμαυρα’ τραγούδια και φιλμ– παραπέμπει στο αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι, με τον μουσακά πρωταγωνιστή, το τζατζίκι και το σουβλάκι και, φυσικά, τα τρικούβερτα γλέντια στις λαϊκές γειτονιές, τότε που πάνω στο τσακίρ κέφι το σπάσιμο των πιάτων ήταν μέρος τού τελετουργικού – οι νοικοκυρές θρηνούσαν τα σερβίτσια τους, η Βουγιουκλάκη με τον Μπιθικώτση τραγουδούσαν ‘Κάντε υπομονή κι ο ουρανός θα γίνει πιο γαλανός’ και ο Αλέξης Ζορμπάς χόρευε τα μεθυσμένα του βήματα. Εικόνες που έχουν αποτυπωθεί σε χίλιες δυο φωτογραφίες και στη λογοτεχνία… Υπάρχει ένα συγκλονιστικό κείμενο του Βάρναλη για τον Παπαδιαμάντη, γραμμένο το 1937: ‘Αι, ύστερα, άμα καθόντανε στο τραπέζι, ο κυρ-Στέφανος, που ήξαιρε τα συνήθεια του φίλου του, του γέμιζε μια κούπα ρετσίνα. Ο κυρ-Αλέξανδρος την έπιανε με τις δυο του φούχτες (γιατί τα χέρια του τρέμανε) και την άδειαζε ολάκερη ‘αμυστί’ με μια συγκινητική λαχτάρα. Τότες, το αίμα του ξυπνούσε και κύλαε ζεστό στις φλέβες του, τα μάτια του καθαρίζανε, η ψυχή του άνοιγε τα διπλωμένα φτερά της και τότε μονάχα αρχίζανε το φαγί. ‘Ητο ωραίον ρετσινάτον’ (λέγει σ’ ένα του διήγημα) ‘όλον άρωμα και πτήσις και αφρός’! Τι λυρικός καϋμός, τι αληθινός έρωτας για το κρασί!’».
ΚΡΑΤΑΕΙ ΧΡΟΝΙΑ…
«Εδώ και περίπου 4.000 χρόνια, η ρετσίνα είναι η συντροφιά τού Έλληνα στα ζόρια και τις απολαύσεις» συνεχίζει τη διήγηση ο γνωστός δημοσιογράφος. «Στο ‘Περί Οσµών’, ο φιλόσοφος Θεόφραστος μιλάει για την αγαπημένη του ρετσίνα, αναφέροντας πόσο ταιριαστό είναι το πάντρεμα των δύο αγροτικών προϊόντων, της ρητίνης και του σταφυλιού, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι η καλύτερη ρητίνη προέρχεται από το πεύκο Pinus Halepensis (Πεύκη η Χαλέπιος). Από τα χρόνια τού 1990, η ρετσίνα χάνει την αίγλη της, το κρασί κερδίζει έδαφος, ο οινοτουρισμός και η οινογνωσία διαμορφώνουν και ενισχύουν την οινική μας κουλτούρα, οι καιροί αλλάζουν και το ελληνικό κρασί θριαμβεύει – για μιαν εποχή, το να παραγγείλεις ρετσίνα σε γκουρμέ εστιατόριο θεωρούταν έγκλημα σχεδόν ποινικό, ίσως ισχύει ακόμη. Μπορεί να μην τρελαίνομαι για τη ρετσίνα, οφείλω πάντως να παραδεχτώ τον ατόφιο ελληνικό της χαρακτήρα. Ως ένα προϊόν μιας άλλης εποχής και μιας άλλης αισθηματικής αγωγής, έχει τη σφραγίδα του. Για λόγους ιστορικούς, λοιπόν, εθνογραφικούς, γαστρονομικούς και τουριστικούς, έχει μεγάλο ενδιαφέρον η μεταστροφή που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην απόλαυση της ρετσίνας».
Η ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΡΕΤΣΙΝΑ.
Πώς θα συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με αυτό το χαρακτηριστικά δικό της κρασί ένας αριστοτέχνης flâneur, όπως ο Κωστής Ζαφειράκης;
«Κατ’ αρχάς η θεσσαλονικιώτικη εφεύρεση ‘Τούμπα Λίμπρε’ έχει καιρό τώρα σπάσει τα σύνορα της πόλης και της χώρας – στο ‘The Life Goddess’ τού Λονδίνου, ο φίλος μου ο Νίκος Νυφούδης και οι δικοί του σερβίρουν το περίφημο ‘Tuba Libre’, μαζί με το σύνθημα ‘Είμαι ΠΑΟΚ και θα πίνω Tuba Libre στο Λονδίνο’. Η Θεσσαλονίκη, ως προσφυγούπολη και φοιτητούπολη, ροκ και ρεμπέτισσα μαζί, έχει πολλές ιστορικές πρωτιές στο δέρμα της και στο αίμα της. Η ρετσίνα των ξέφρενων και ασυλλόγιστων φοιτητικών χρόνων, η ρετσίνα των μποέμ και των εναλλακτικών, των ασθενέστερων οικονομικά πληθυσμών, του λούμπεν και του περιθωρίου που, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, μεταλλάσσονται συχνά σε κυρίαρχα κοινωνικά μοντέλα, η ρετσίνα των καλοκαιριών και των ρεμπετάδικων, του ΠΑΟΚ, του Άρη και του Ηρακλή, των γνήσιων λαϊκών γειτονιών (από Ευκαρπία και Εύοσμο μέχρι Τούμπα και Καραμπουρνάκι), η ρετσίνα των ψαράδων που ξεροσταλιάζουν στον Θερμαϊκό για ένα λαβράκι, των εργατών μετά το μεροκάματο (ειδικά στις πέριξ τού Βαρδαρίου γειτονιές), των φοιτητών που ξενυχτάνε στα παγκάκια τής παραλίας ή στα Κάστρα… Η ρετσίνα των ιδεολόγων, των ερωτευμένων και των ‘άστεγων’ ρομαντικών».
«ΙΣΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙ ΜΠΡΟΣΤΑ Η ΚΑΡΔΙΑ».
Και η ρετσίνα και το κρασί τού Κωστή; Με ποιες δικές του στιγμές τα έχει ταυτίσει; Σε ποια ενσταντανέ τής ζωής του αποτέλεσε το κρασί παρηγοριά στη στενοχώρια, ‘καύσιμο’ στη χαρά, φίλο και παρέα όταν τη χρειαζόταν;
«Με θυμάμαι ένα βράδι που είχα γίνει λιώμα, δεκαετία 1990, φοιτητές άφραγκοι στην Αθήνα, σ’ ένα αποκριάτικο πάρτι με θέμα τα ‘Κόκκινα Φανάρια’. Όλοι ντυμένοι ναύτες, πόρνες, Τζένη Καρέζη και Δέσπω Διαμαντίδου και Γιώργος Φούντας. Κι εγώ βαμμένος κατακόκκινος σαν λογότυπος του Ερυθρού Σταυρού, ντυμένος από πάνω ώς κάτω στο κόκκινο της φωτιάς. Είχα ντυθεί ‘Κόκκινο φανάρι’. Ήμουν ευπαθής πληθυσμός τότε – ερωτικά μιλώντας, τι άλλο; Και το ‘χα ρίξει στο κρασί, ήπια όλους τους αμπελώνες τής Νάουσας σε μία νύχτα. Περιφερόμουν από δωμάτιο σε δωμάτιο, από αγκαλιά σε αγκαλιά, επαναλαμβάνοντας το ίδιο τροπάριο, το γνωστό και χιλιοτραγουδισμένο, για τον έρωτα, τη μοναξιά και όλα τα αιώνια παράπονά μας… Υπάρχουν και ντοκουμέντα, φωτογραφίες, στοιχεία αδιάσειστα. Ο Κωστής στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας να κλαίω, στο μπάνιο να ξερνάω, στο σαλόνι να πίνω κι άλλο, ο Κωστής στις αγκαλιές και στα φιλιά, γνωστοί και άγνωστοι με παρηγορούσαν, χόρευαν μαζί μου, γελούσαμε και κλαίγαμε, τραγουδούσαμε… Εν τω μεταξύ, εγώ είχα αρχίσει να ξεβάφω και είχα κοκκινίσει τα ρούχα όλων όσους είχα αγκαλιάσει, τους τοίχους τού σπιτιού, τα σανίδια της κρεβατοκάμαρας… Άλλο μεθύσι, γύρω στο 2000, για ώρες ολόκληρες τριγυρνούσαμε στο κέντρο τής Θεσσαλονίκης, αγκαλιάζοντας και φιλώντας τους πάντες, ασταμάτητα και αδιάκριτα… Μιλάμε για φιλιά κανονικά και αγκαλιές βαρβάτες, όχι ντεμέκ πράγματα. Έργο κανονικό, σινεμά. Αυτήν την καταραμένη ελευθερία που χάνουμε μεγαλώνοντας, την αλήθεια μας που θάβεται στη σκόνη κτλ. κτλ., έρχονται στιγμές που την ξαναβρίσκουμε – ας είναι καλά το κρασί. Λίγο κρασί – δεν χρειάζεται να γίνουμε και ‘Κόκκινο φανάρι’, ίσα για να ζαλιστεί το μυαλό και να αρχίσει τα τσαλίμια του, να βγει μπροστά η καρδιά, μακριά από την πληκτική πραγματικότητα».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: