Product Description
ΣΕ ΜΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΩ ΠΟΛΗΣ Ο 19ος ΑΙΩΝΑΣ ΓΕΦΥΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ 21ο
…και ένα από τα γνωστότερα, ίσως, στέκια τής Θεσσαλονίκης παρακολουθεί μέσα από το φαγητό στα πιάτα και το ποτό στα ποτήρια του ολόκληρη την τροχιά αυτής της συναρπαστικής διαχρονίας.
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ.
Στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής, στην Άνω Πόλη τής Θεσσαλονίκης διέμεναν οι άρχοντες. Αντίστοιχα, την οθωμανική περίοδο την ίδια περιοχή προτιμούσαν οι ευκατάστατοι Τούρκοι και οι Ντονμέδες (οι εξισλαμισθέντες Εβραίοι), έτσι ώστε αφενός να επωφελούνται από το υγιεινότερο κλίμα σε σχέση με το κέντρο τής πόλης, αφετέρου να έχουν ταχύτερη πρόσβαση στην καλύτερα προφυλαγμένη ακρόπολη, σε περίπτωση κινδύνου. Μετά την απελευθέρωση και την ανταλλαγή πληθυσμών, το 1923, στην Άνω Πόλη εγκαταστάθηκαν αστικές προσφυγικές οικογένειες από τη Μικρά Ασία.
Η παραδοσιακή βαλκανική αρχιτεκτονική (με κάποιες επιρροές από ευρωπαϊκά αρχιτεκτονικά ρεύματα) δίνει τον τόνο σ’ αυτήν την ξεχωριστή περιοχή, την οποία διαμόρφωσαν στην πορεία τού χρόνου «ισνάφια» (συνεργεία) μαστόρων, που περιόδευαν ανά τη Μακεδονία. Κύρια γνωρίσματα των κτιρίων είναι τα σαχνισιά (οι προεξοχές στους ορόφους, που στη σύγχρονη αρχιτεκτονική ονομάζουμε έρκερ), τα χαγιάτια (στεγασμένα μπαλκόνια) και τα φουρούσια (τα άλλοτε ξύλινα και κάποιες φορές σιδερένια υποστηρίγματα αυτών των προεξοχών). Δεν λείπουν, ασφαλώς, οι νεοκλασικές εξαιρέσεις, οι οποίες αφορούν κυρίως σε κατοικίες Ντονμέδων, λόγω της δυτικοευρωπαϊκής κουλτούρας τους.
Ο οικισμός με τα στενά, λιθόστρωτα σοκάκια του γλίτωσε από την καταστροφική πυρκαγιά τού 1917, χαρακτηριζόμενος τελικώς ως παραδοσιακός 62 χρόνια αργότερα, το 1979, με όλα τα νέα οικοδομήματα να φέρουν πλέον νεοπαραδοσιακά στοιχεία.
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΡΑΣΕ ΜΙΑ ΜΕΡΑ…
Διαχρονικά, η Άνω Πόλη αποτελούσε δημοφιλή προορισμό ντόπιων και επισκεπτών, που τον προτιμούσαν για την ήρεμη καθημερινότητα και την απόδραση που προσέφερε από το πολύβουο κέντρο. Αρκετά σημεία της αναδείχθηκαν σε τουριστικά hot spots, όπως η πλατεία Κουλέ Καφέ, η οδός Θεοφίλου με τις κατοικίες-«κοσμήματα», αλλά και η περιοχή τής οδού Ηροδότου, όπου βρίσκεται και ο περίφημος ναός τού Αγίου Νικολάου τού Ορφανού. Σίγουρα όμως ένας από τους κλασικούς σταθμούς κάθε ντόπιου και επισκέπτη flâneur είναι το Τσινάρι, μια μικρή πλατεία μερικά τετράγωνα πάνω από το Διοικητήριο, όπου ο χρόνος δείχνει κυριολεκτικά να έχει σταματήσει.
Η περιοχή οφείλει το όνομά της στον τεράστιο πλάτανο που αφήνει έντονο το αποτύπωμα και τη σκιά του στην πλατεία («çinar» στα Τουρκικά σημαίνει «πλάτανος»), αλλά και στην παλιά τουρκική κρήνη τού Μουράτ Β’ που υπήρχε εκεί. Σε αυτό το σημείο, ούτε 30 μέτρα από την κρήνη, άνοιξε το 1885 ένας καφενές με το ίδιο όνομα («Çinar»), με ιδιοκτήτη έναν Τούρκο ονόματι Κιοσσέ. Γρήγορα έγινε στέκι Τούρκων και Ελλήνων, που σύχναζαν εκεί για να πιουν τον καφέ τους, να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους, αλλά και να κουρευτούν, καθώς σε μια γωνιά τού καφενέ ο τούρκος κουρέας Ισμαήλ προσέφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του σε όποιον ήθελε να περιποιηθεί την κόμη του.
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα (η ξύλινη επιγραφή με τα μεζεκλίκια στο μαγαζί αναγράφει «Έτος ιδρύσεως 1928»), με τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Σμύρνη, την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και την εγκατάσταση ελλήνων προσφύγων στην Άνω Πόλη, το κατάστημα πέρασε σε ελληνικά χέρια, μετατρεπόμενο σε καφενείο-ουζερί, όπου σερβιριζόταν ούζο συνοδεία παραδοσιακών μικρασιάτικων μεζέδων. Οι κλασικές αξίες, ωστόσο, που έκαναν το «Τσινάρι» ένα από τα αγαπημένα στέκια Θεσσαλονικέων και επισκεπτών παρέμειναν αναλλοίωτες: τα χαρακτηριστικά γαλάζια τζαμλίκια στους τοίχους, τα κεραμίδια, τα ασπρόμαυρα πλακάκια εποχής στο πάτωμα, η γαλάζια ξύλινη οροφήκαι το σκεπασμένο από μιαν ακακία μπαλκονάκι («ασπίδα» στο καλοκαιρινό λιοπύρι).
ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ.
Στις αρχές τής δεκαετίας τού 1990 το καφενείο-ουζερί μετατρέπεται από την οικογένεια Παπαδοπούλου σε ταβέρνα-ουζερί. Κάπως έτσι, πλάι στα σμυρνέικα σουτζουκάκια, τα χειροποίητα ντολμαδάκια με φρέσκο γιαούρτι, τους τζιγεροσαρμάδες, την ανοιχτή σαρδέλα στη σχάρα, τον γαύρο σαγανάκι και το μπουγιουρντί με αυθεντική φέτα και ντομάτα(αλλά και το ψητό κυδώνι και τον παραδοσιακό σιροπιαστό χαλβά, όταν φτάνει η ώρα τού επιδορπίου), έρχονται το κρασί και η ρετσίνα να συμπληρώσουν τον κατάλογο, ικανοποιώντας τα γούστα των θαμώνων και βάζοντας δυναμικά τη συγκεκριμένη περιοχή τής πόλης στον οινικό της χάρτη.
Στο τέλος της μέρας, ωστόσο, είναι η αυθεντικότητα, η αίσθηση πραγματικής θεσσαλονικιώτικης παράδοσης αυτή που εκτιμούν πριν από οτιδήποτε άλλο οι επισκέπτες τού συγκεκριμένου μαγαζιού – κυρίως οι τουρίστες, που έχουν βάλει το «Τσινάρι» στα μέρη που πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφθούν στη Θεσσαλονίκη πριν καν αναχωρήσουν από τις χώρες τους, αλλά και οι φοιτητές που έρχονται για τις σπουδές τους στην πόλη, δημιουργώντας σε τέτοιαταβερνεία όμορφες αναμνήσεις που θα τους συνοδεύουν για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Reviews
There are no reviews yet.