Product Description
Ο ΑΙΩΝΟΒΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΠΟΥ ΓΕΜΙΣΕ ΓΕΥΣΗ ΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
Δίπλα ακριβώς από την Παλαιά Πύλη, αυτήν που οι Οθωμανοί ονόμαζαν «Εσκί Ντελίκ» («Παλαιά Τρύπα»), υπάρχει ένας χώρος που συνδέθηκε με θεσπέσεις γεύσεις και ρετσίνα. Άνθρωποι κάθε ιδιότητας και τάξης απολάμβαναν το χρυσοκίτρινο ποτό, έχοντας τα γειτονικά τείχη ώς ένα νοητό τείχος που τους προφύλασσε από τον θόρυβο της καθημερινότητας.
Η ΤΑΒΕΡΝΑ «ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ» ΒΡΙΣΚΟΤΑΝΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΑΛΑΜΙΔΟΥ, ΣΤΑ ΚΑΣΤΡΑ.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΤΑ ΚΑΣΤΡΑ.
Η Θεσσαλονίκη απέκτησε τείχη ήδη από την ίδρυσή της, ώστε να μπορεί να προστατεύεται απ’ όσους ήθελαν να την επιβουλευτούν. Στο διάβα των αιώνων, τα τείχη επισκευάστηκαν, επεκτάθηκαν, συμπληρώθηκαν. Κάποια σημεία καταστράφηκαν και κάποια άλλα ξαναχτίστηκαν, με πρωτοβουλία διαφόρων ρωμαίων και βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Το λεγόμενο «διάμεσο τείχος» χώριζε την Άνω Πόλη από την Ακρόπολη. Σε αυτό το τμήμα τής οχύρωσης της πόλης υπάρχουν οι γνωστές πύλες, από τις οποίες διέρχονταισήμερα τα αυτοκίνητα: αυτή της Άννας Παλαιολογίνας, σε μικρή απόσταση από τον πύργο τού Τριγωνίου, η Ανατολική Πύλη (περισσότερο γνωστή ως «Πορτάρα») και μία μικρή πύλη στη σημερινή οδό Παλαμίδου. Η πύλη αυτή είχε χτιστεί από τους Βυζαντινούς, επαναλειτούργησε ωστόσο από τους Οθωμανούς, μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430. Την αποκαλούσαν «Εσκί Ντελίκ», όπερ μεταφράζεται ως «Παλαιά Τρύπα». Κυριολεκτικά κολλημένη πάνω στο τείχος λειτουργούσε μέχρι το 2017 η ιστορική ταβέρνα «Το Μακεδονικό».
ΖΩΝΤΑΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Το ένα από τα δύο κτίρια στα οποία στεγαζόταν η ταβέρνα είναι ένα από τα αποκαλούμενα «καστρόσπιτα» – φτωχικά οικήματα, η μία πλευρά των οποίων «ακουμπά» στα βυζαντινά τείχη. Ο περιπατητής μπορεί να δει καστρόσπιτα (κυρίως προσφύγων από την Καππαδοκία και τον Πόντο) σχεδόν σε όλο το μήκος των τειχών. Τα τελευταία χρόνια κάποια από αυτάέχουν κατεδαφιστεί, ώστε να «καθαρίσει» και να αναπλαστεί ο περιβάλλων χώρος.
Όποιος έχει τη δυνατότητα να ανατρέξει σε ιστορικά αρχεία μπορεί να δει το κτίριο του «Μακεδονικού» (σε φωτογραφίες παλαιότερες του αιώνα) να στέκει μόνο του, χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε άλλο δίπλα του. Δεν είναι γνωστό αν η ιστορία τής ταβέρνας αρχίζει με το χτίσιμο του κτίσματος, ίσως όμως να μην είναι τυχαίο ότι, ιστορικά, τμήμα τής περιοχής καλυπτόταν από αμπελώνες που ανήκαν σε οθωμανούς αγάδες. Ίσως τελικά η ρετσίνα να είναι καρμικά δεμένη με τον χώρο.
ΜΕΖΕΔΕΣ ΚΑΙ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ.
Τα καλοκαίρια, το πλέον αγαπημένο σημείο τού καταστήματος ήταν η βεράντα με το χαμηλό τοιχάκιαπό τημία πλευρά, όπου υπήρχαν οι γλάστρες με τα φυτά, και ο φράχτης με το αγιόκλημα από την άλλη.
Τις βραδιές που πετύχαινες ζωντανή ορχήστρα η ατμόσφαιρα ήταν μαγική. Άκουγες τα ρεμπέτικα και απολάμβανες τη ρετσίνα σου με τις σπεσιαλιτέ: τα αβγά με παστουρμά, τη στραπατσάδα, τις λεμονάτες γλωσσίτσες, το συκώτι. Εννοείται ότι υπήρχαν και τα «μπεστ σέλερ» – χωριάτικολουκάνικο κομμένο εγκάρσια και ανοιγμένο στα δύο, παϊδάκια, μπιφτεκάκια και παντσέτες. Τα πιάτα συνόδευαν τα βασικά: μισό λεμόνι, μπόλικα κρεμμύδια και μια κίτρινη, ελαφρώς αραιωμένη (αλλά υπέροχη) μουστάρδα. Στα ορεκτικά ξεχώριζαν η ψητή φέτα με πιπεριά και μπόλικη ρίγανη, τα κολοκυθάκια και οι τηγανητές μελιτζάνες. Στις σαλάτες δεν υπήρχαν ευφάνταστες επιλογές – αλλά και τι να τις κάνεις, όταν υπάρχει η κλασική χωριάτικη ή η πικάντικη. Πολύ καλή ήταν και η χτυπητή, η οποία παρασκευαζόταν στο μαγαζί. Την 25η Μαρτίου έβρισκες μπακαλιάρο με σκορδαλιά και την Καθαρά Δευτέρα χταπόδι και μαγειρευτή σουπιά.
Τα καλοκαίρια, η μεγαλύτερη αγωνία τού θαμώνα τής ταβέρνας δεν ήταν αν θα είναι καλό το φαγητό, αλλά αν οι οδηγοί τού λεωφορείου τής γραμμής 23 τού ΟΑΣΘ θα μπορούσαν να κάνουν τημανούβρα, κυριολεκτικά περνώντας το όχημα τσίμα τσίμα κάτω από την καμάρα, χωρίς να ακουμπήσει πουθενά – καιστη συνέχεια να βγουν με την όπισθεν και να πάρουν τον δρόμο τής επιστροφής… Το αξιοσημείωτο είναι ότι, χάρη στους χειρουργικούς ελιγμούς τους (και με μια σχετική βοήθεια από τους ανθρώπους των παρακείμενων καταστημάτων), τοκατάφερναν εξαιρετικά. Και μετά από ένα λεπτό αγωνίας, επέστρεφες στη ρετσίνα σου και στα υπέροχα μπιφτεκάκια.
Ουδείς έμαθε ποτέ πώς έκαναν οι οδηγοί τημανούβρα τις παγωμένες νύχτες τού χειμώνα, με τον Βαρδάρη να παγώνει τα πάντα. Και δεν το ξέρει, επειδή κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν μέσα, στη ζεστασιά τής ξυλόσομπας, που ήταν πάντοτε πυρακτωμένη. Στον έναν τοίχο υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης, ενώ μπορούσες να αφήσεις το μπουφάν ή την καμπαρντίνα σου στην κλασική κρεμάστραπου ήταν βιδωμένη στον τοίχο.
Από τον ιστορικό αυτό χώρο πέρασαν κυριολεκτικά οι πάντες – απόφοιτητές και φαντάρους μέχρι μεγαλογιατρούς και πολιτικούς που επιθυμούσαν να απολαύσουν με ησυχία το φαγητό τους με την παρέα τους μακριά από τα «επώνυμα» καταστήματα του κέντρου (και τα βλέμματα του κόσμου). Το παρακείμενο τείχος λειτουργούσε για όλον αυτόν τον κόσμο ως ένα νοητό «τείχος» από τα προβλήματα της καθημερινότητας.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΒΕΡΝΑ.
Το 2017το κατάστημα έκλεισε οριστικά, όσοι πέρασαν ωστόσο κάποια στιγμή από αυτό ελπίζουν να βρεθεί κάποιος να το αποκτήσει και να αξιοποιήσει τον χώρο.
Όσοι δεν είχαν την τύχη να το επισκεφθούν μπορούν να πάρουν μια «μυρωδιά» τού«Μακεδονικού» μέσα από την ταινία «Σαρμάκο – Μιαιστορία τού Βορρά» τού Μάρκου Παπαδόπουλου. Η ταινία γυρίστηκε σε συνεργασία με φοιτητές και φοιτήτριες του Τμήματος Κινηματογράφου τού ΑΠΘ και το 2020 προβλήθηκε στο 61οΦεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Στην πέριξ περιοχή είχε γυριστεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα και η ταινία «Ξυπόλητο τάγμα» τού Νίκου Κατσιώτη, που προβλήθηκε στους κινηματογράφους το 1953. Αυτή υπήρξε και η πρώτη κινηματογραφική δουλειά τού Μίκη Θεοδωράκη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΣΑΚΗΣ ΓΙΟΥΜΠΑΣΗΣ.
Reviews
There are no reviews yet.