Θοδωρής Σαχπενδέρης, ο γευσιγνώστης
Αν υπάρχει κάτι το οποίο γνωρίζει πολύ καλά ο ιδιοκτήτης τού ιστορικού ντελικατέσεν «Τερψιλαρύγγιο», αυτό είναι οι εκλεκτές γεύσεις. Άλλωστε, από το 1964 το κοινό βρίσκει στο κατάστημά του ό,τι πιο εκλεκτό υπήρχε και υπάρχει σε επίπεδο αλλαντικών και τυροκομικών (και όχι μόνον), από την Ελλάδα και από το εξωτερικό. Η ρετσίνα προφανώς και δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τον συγκεκριμένο χώρο. Άλλωστε, η εποχή που νοίκιαζαν έναν γειτονικό χώρο αποκλειστικά για την αποθήκευσή της δεν είναι και τόσο μακρινή…
Ο «ΝΑΟΣ» ΓΙΑ ΚΑΘΕ «ΠΙΣΤΟ».
Στα 57 χρόνια λειτουργίας τού «Τερψιλαρύγγιου», τις υπέροχες γεύσεις του δοκίμασαν οι πάντες: από γιατρούς, δικηγόρους και στρατηγούς ώς τον απλό, καθημερινό κόσμο. Όλοι ανεξαιρέτως λαχτάρησαν να δοκιμάσουν το σήμα κατατεθέν: το βραστό λουκάνικο με ντομάτα, μουστάρδα, κρεμμυδάκι (και μπούκοβο, για τους μερακλήδες) μέσα σε «πατημένο» ψωμάκι. Από το 1964 το έχουν δοκιμάσει από τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μαίρη Χρονοπούλου μέχρι τον Γιώργο Κούδα και τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Και πόσοι άλλοι πολιτικοί και βουλευτές – ώς και μετέπειτα πρωθυπουργός το τίμησε. Αυτή η λαχταριστή νοστιμιά συνοδεύτηκε από αρκετούς με ένα ποτήρι ρετσίνα.
Η πρώτη γνωριμία τού ιδιοκτήτη με το συγκεκριμένο είδος κρασιού έγινε προς το τέλος τής δεκαετίας τού 1950 – και ήταν… πλατωνική: «Ο πατέρας μου έπινε μόνο στις γιορτές» εξιστορεί ο Θοδωρής Σαχπενδέρης. «Έφερνε σπίτι κάτι μεγάλες νταμιτζάνες που έπαιρναν πέντε οκάδες ρετσίνα. Μια φορά μάς επισκέφθηκε ένας θείος μου και του κάναμε το τραπέζι. Όλα τα βγάλαμε, αλλά δεν είχαμε ποτό. Τρέχα, λοιπόν, Θοδωράκη στον ‘Τσολάκη’, στη Λαμπράκη. Πρέπει να ήμουν 10-12 χρόνων. Την πήρα και την κουβάλαγα σε όλο τον δρόμο. Όταν τους πήγα τη ρετσίνα, τους έβλεπα που γέμιζαν τα ποτήρια και την απολάμβαναν. Εγώ ήμουν μικρός και δεν ήξερα. Ίσως να μου είχε δώσει ο πατέρας μου να πιω και μία γουλιά…».

ΜΟΣΧΟΒΟΛΙΕΣ…
Η πρώτη, πραγματική δοκιμή ρετσίνας δεν άργησε να έρθει. «Γνώρισα τη ρετσίνα στα 17 μου, στις αρχές τής δεκαετίας τού 1960, όταν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο Τούμπας. Κάθε βράδυ που σχολούσαμε –πρέπει να ήταν γύρω στις οκτώ– ήμασταν πεινασμένοι. Περνούσαμε, λοιπόν, μπροστά από τον ‘Κρητικό’ ο οποίος βρισκόταν δίπλα στη ΜΕΝΤ, πλάι στο παλιό γυμνάσιο, που τώρα δεν υπάρχει. Έβγαζε κι έψηνε κοκορέτσια και διάφορες άλλες νοστιμιές και μοσχοβολούσε ο τόπος. Τα βαρέλια με τη ρετσίνα βρίσκονταν εκεί έξω, εκτεθειμένα. Εμείς περνούσαμε, τα βλέπαμε και μας είχε μείνει απωθημένο. Θέλαμε να τη γευθούμε. Μαζέψαμε κάποια χρήματα με το χαρτζιλίκι μας. Έλεγε ο ένας: ‘Εγώ έχω 5 δραχμές’. Έλεγε ο άλλος: ‘Εγώ έχω 6’. Μαζέψαμε λοιπόν ένα ποσό και πήγαμε. Αν θυμάμαι καλά, τον ιδιοκτήτη τον έλεγαν Μιχάλη. Του είπαμε: ‘Φέρε μας ρετσίνα’. Έφερε ένα χάλκινο κανατάκι – και μας άρεσε! ‘Φέρε ακόμη μία, φέρε ακόμη μία…’. Έφερε και κάτι πατατούλες, έφερε και κάτι κοψίδια, μας είδε και νεαρούς κι έβαζε και κάτι παραπάνω. Όταν τελειώσαμε, έφερε ακόμη μία ρετσίνα και κάτι φρούτα. Και λέει: ‘Αυτά από εμένα’. Εκείνη την τελευταία δεν μπορέσαμε να την πιούμε. Κάναμε ένα κεφάλι ωραίο και είπαμε: ‘Εδώ είμαστε, ταγμένοι στη ρετσίνα’».
ΣΕ ΠΕΡΙΟΠΤΗ ΘΕΣΗ.
Ο πατέρας του, ο Ανέστης, είχε έρθει από την Κωνσταντινούπολη και αγαπούσε τους μεζέδες. Έφερνε λοιπόν στο σπίτι ιδιαίτερες γεύσεις –παστουρμάδες και σουτζούκια– και πάντοτε αναζητούσε τα καλύτερα και τα πιο ποιοτικά προϊόντα. Λόγω μιας πυρκαγιάς, καταστράφηκε η δουλειά του και στράφηκε επαγγελματικά σ’ αυτό που αγαπούσε πραγματικά: τις εκλεκτές γεύσεις. Κάπως έτσι γεννήθηκε το αλλαντοζυθοπωλείο του, που σήμερα πέρασε στην τρίτη γενιά, τα παιδιά τού Θοδωρή.
Η ρετσίνα είχε πάντοτε περίοπτη θέση: «Ο κόσμος έπινε πολλή ρετσίνα. Ερχόταν τότε σε ξυλοκιβώτια κι εμείς νοικιάσαμε παραδίπλα μιαν αποθηκούλα, μόνο και μόνο γι’ αυτήν. Υπήρχαν κάτι μικρά βαρελάκια, που τα άνοιγε ο πατέρας μου και έβαζε χύμα και ευφραινόταν ο κόσμος».
ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΚΑΜΠΗΣ.
Για ποιον λόγο, όμως, πιστεύει ο Θοδωρής Σαχπενδέρης ότι η ρετσίνα αμφισβητήθηκε στο πέρασμα των ετών; Τι συνέβη και ο κόσμος έφυγε μακριά της;
«Οι κύριοι λόγοι είναι δύο. Από τη μία, κάποια στιγμή τη δεκαετία τού 1970 η ρετσίνα έπαψε να είναι η ίδια. Εμφιαλώθηκε, μεγάλωσε η παραγωγή της και μπήκαν τα συντηρητικά. Πού είναι εκείνη η ρετσίνα που ‘γαργαλούσε’ τον ουρανίσκο; Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι γέμισε η τσέπη τού Έλληνα και μεγάλωσε η κοιλιά του. Και άρχισε την αναζήτηση άλλων γεύσεων. Πρώτα ήρθε η μπίρα. Τότε, δεν την πίναμε – όποιος έπινε μπίρα ήταν δακτυλοδεικτούμενος. Μετά έμαθε ότι υπάρχει και το ουίσκι, αλλά και τα ξένα κρασιά. Το sauvignon, ας πούμε, διαφημιζόταν ως εκλεκτό κρασί από τη Γαλλία. Και, ως γνωστόν, για τον Έλληνα η επίδειξη είναι δεύτερη φύση. Όποιον έπινε ρετσίνα τον απαξίωναν. Σου λέει: ‘Ρετσίνα, το φθηνό λαϊκό ποτό’. Και έπινε κάτι άλλο, που μπορεί να μην του άρεσε, αλλά έπρεπε να επιδειχθεί».
Οι αναμνήσεις τής ρετσίνας για τον Θοδωρή είναι πολλές. Ο χρόνος, όμως, έχει αρχίσει να ξεθωριάζει ονόματα και τοποθεσίες… Ευτυχώς, στο μαγαζί υπάρχουν κι άλλοι «βετεράνοι» τής ρετσίνας, για να βοηθήσουν: «Θυμάμαι ότι πηγαίναμε σε ένα υπόγειο στο Φάληρο, στην Αετοράχης. Στη Χαλκιδικής υπήρχε ο Μητσάνης. Υπήρχε ο Παγουλάτος, ο Κόκκινος… Πηγαίναμε στη Νεάπολη, στο Ασβεστοχώρι. Κάποτε, στα παλιά δικαστήρια υπήρχε ένα υπόγειο κουτούκι. Μου είπαν: ‘Πάμε, πάμε, έχει ωραία ρετσίνα’. Εκεί πήγαιναν γιατροί και δικηγόροι. Ήταν κάπου χωμένο, δεν είχε και πολύ φως… Βρήκαμε έναν χώρο και καθίσαμε. Αυτό, όμως, που μου έκανε εντύπωση ήταν ο θόρυβος που ακουγόταν πάνω από το κεφάλι μας. Ήταν τα ποντίκια, που πηγαινοέρχονταν στο ξύλινο πάτωμα…».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: