Product Description
Ένα νοητό, μοσχοβολιστό ταξίδι στην Παλιά Θεσσαλονίκη
Επιζεί, άραγε, στις μέρες μας ο ρομαντισμός τού παρελθόντος; Υπάρχουν χώροι όπου οι επισκέπτες μπορούν να γίνουν μία μεγάλη παρέα και να σιγοτραγουδούν με μία φωνή τα τραγούδια τής ορχήστρας; Καταστήματα εστίασης όπου το ψημένο κρέας μοσχοβολά, έχει ακόμη την πραγματική γεύση τού κρέατος που θυμάσαι από παιδί και συνοδεύεται από ρετσίνα που πλημμυρίζει το στόμα σου και σε κάνει να ξεχνάς τα προβλήματά σου; Το εξοχικό κέντρο «Χατζή Μπαχτσέ» υπόσχεται να κάνει το όνειρο πραγματικότητα.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ «ΧΑΤΖΗ ΜΠΑΧΤΣΕ»,ΣΤΗΝ ΟΜΩΝΥΜΗ ΠΕΡΙΟΧΗ.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ.
Υπάρχει άραγε κάποιος που –βλέποντας στις παλιές ελληνικές ταινίες τη σκηνή όπου οι πρωταγωνιστές διασκεδάζουν σε κάποιο εξοχικό ταβερνάκι, πίνοντας ρετσίνα και ακούγοντας ζωντανή μουσική– δεν έκανε τη σκέψη «Τι ωραία που θα ήταν να ήμουν κι εγώ εκεί και να ζήσω το κλίμα τής εποχής»; Δυστυχώς, τα ταξίδια στον χρόνο δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί – και πιθανότατα θα παραμείνουν για πάντα ένα σεναριακό εύρημα σε αμερικανικές ταινίες φαντασίας. Υπάρχει όμως κάτι εξίσου καλό που (σχεδόν) θα μπορούσε να ικανοποιήσει την επιθυμία μας: να βρεθούμε σε έναν χώρο κυριολεκτικά βγαλμένο από ελληνική ταινία, όπου κυριαρχεί η ίδια ατμόσφαιρα, οι ίδιες γεύσεις και η ίδια ζεστασιά στις καρδιές των ιδιοκτητών και των επισκεπτών. Το μόνο που δεν υπάρχει είναι ο ίδιος ο Ζαμπέτας να τραγουδά στο πάλκο…
Η επιγραφή τού «Χατζή Μπαχτσέ» αναγράφει «εξοχικό κέντρο». Και μόνον αυτός ο χαρακτηρισμός είναι αρκετός, για να καταλάβεις ότι αυτό που θα βιώσεις στη συνέχεια έχει κάτι από το παρελθόν. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο περιβάλλον, διαπιστώνεις ότι το κατάστημα είναι ο ορισμός μιας παραδοσιακής, ελληνικής ταβέρνας: ξύλινες καρέκλες με ψάθα, ξύλινα τραπέζια με τα υφασμάτινα, καρό τραπεζομάντηλα σε κόκκινο και λευκό (κι από πάνω το κλασικό, χάρτινο τραπεζομάντηλο με τα πλαστικά πιαστράκια, για να μην το παίρνει ο αέρας), λευκά πιάτα και τα χαρακτηριστικά ποτηράκια τής ρετσίνας. Τι είναι αυτό που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «εξοχικό»; Το ότι βρίσκεται μέσα στις ακακίες, οι γλάστρες με τα γεράνια και τις μολόχες, το χαλικάκι που πατάς, τα ξύλινα βαρέλια σε διάφορα σημεία και το γεγονός ότι πάνω από το κεφάλι σου υπάρχουν μόνον ο ουρανός και οι κρεμαστές λάμπες που φωτίζουν τον χώρο. Και, φυσικά, το ότι μέχρι πρότινος –πριν χτιστούν εμπορικά κέντρα σε κοντινή απόσταση– στην περιοχή υπήρχαν ελάχιστα σπίτια κι αυτά χαμηλά.
Ο χώρος –έστω κι αν αυτό αφορά στο μικρό, χειμερινό κατάστημα που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά τού χωματόδρομου όπου βρίσκεται η θερινή εκδοχή του– άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό τον Αύγουστο του 1999. Το όνειρο της δημιουργίας του, όμως, είχε γεννηθεί πέντε χρόνια νωρίτερα, το 1994, σε ένα τραπέζι με κρασί, τραγούδια, γέλια και κουβέντα, στο πατρικό σπίτι των ιδιοκτητών, στη γειτονιά τού Χατζή Μπαχτσέ – εκεί, δηλαδή, όπου βρίσκεται και το εξοχικό κέντρο. Ανάμεσα στις σκέψεις που έκαναν τα τρία αδέλφια (η Έφη, ο Παναγιώτης και η Ρούλα) ήταν να δημιουργήσουν έναν χώρο και να μοιράζονται εκεί με τους φίλους τους (γνωστούς και άγνωστους) το κλίμα τής παρέας, με ζωντανή μουσική και φαγητό. Και ο καθένας ανέλαβε τον ρόλο του… Τον επόμενο χρόνο ο Παναγιώτης έφυγε από τη ζωή, όχι όμως και από τις καρδιές των δύο γυναικών, που αποφάσισαν να υλοποιήσουν την ιδέα τους.
ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ.
Η επωνυμία τού καταστήματος προέρχεται από την ονομασία τής περιοχής. Οι παλιοί Θεσσαλονικείς ίσως τη θυμούνται με αυτό το όνομα ή, έστω, άκουσαν γι’ αυτήν από τους γονείς τους. Αποτελεί όμως και φόρο τιμής στο ομώνυμο εξοχικό κέντρο που βρισκόταν στα μέσα τού περασμένου αιώνα μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, πέρα από τον εμπορευματικό σιδηροδρομικό σταθμό, ανάμεσα στις καλαμιές.
«Είχε καταπράσινα, ξύλινα κάγκελα, τραπέζια με λευκά τραπεζομάντηλα, καλούς μεζέδες, κρύα βαρελίσια μπίρα και ήταν αγαπημένο μαγαζί των μικροαστών» διαβάζουμε στον κατάλογο. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το βιβλίο τού Κώστα Τομανά «Οι ταβέρνες τής παλιάς Θεσσαλονίκης».
«Την Καθαρά Δευτέρα και την Πρωτομαγιά, που ο λαουτζίκος ξεφάντωνε στο Σέιχ Σου και τα Καραγάτσια, οι μικροαστοί, είτε με ΙΧ είτε με αγοραία –όσοι δεν είχαν δικά τους αυτοκίνητα–, πήγαιναν εκεί για να διασκεδάσουν. Την εποχή εκείνη ήταν έθιμο στους γάμους να σηκώνουν τον κουμπάρο, να φωνάζουν ‘άξιος’ και να μην τον αφήνουν ώσπου να τάξει. Το καλύτερο τάξιμο ήταν στου Χατζή Μπαξέ, που εξύψωνε το κύρος τού κουμπάρου στην κοινωνία» σημειώνει ο συγγραφέας.
Οι μουσικοί παίρνουν θέση στο πάλκο. Το σχήμα αποτελείται από το αγαπημένο τρίπτυχο: μπουζούκι, κιθάρα, φωνή. Δεν υπάρχουν πουθενά μικρόφωνα και ηχεία. Πίσω τους βρίσκεται ένας φράχτης από καλαμιές και πιο πίσω η εμπορική σιδηροδρομική γραμμή. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι στο ντεκόρ, δίπλα από το πάλκο, υπάρχουν τρεις βαλίτσες, η μία πάνω στην άλλη. Αυτή που βρίσκεται στην κορυφή αναγράφει «Καλό ταξίδι». Σε προ(σ)καλεί να φύγεις, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Από το 1999, από την ημέρα που άνοιξε ο χώρος, δεν πέρασε ούτε μία ημέρα χωρίς να υπάρχει ζωντανή μουσική. Το ρεπερτόριο, ανάλογα με το πότε θα τον επισκεφθείς (λειτουργεί Τετάρτη με Σάββατο από τις 9 το βράδυ και τα μεσημέρια τής Κυριακής), θα ικανοποιήσει τους λάτρεις τού παλιού λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού. Λυπάσαι που δεν πρόλαβες να δεις τον Αγάθωνα… Έπαιξε στο χειμερινό μαγαζί για περίπου μία τριετία.
ΕΥΩΧΙΑ.
Τα καραφάκια με τη ρετσίνα καταφθάνουν το ένα μετά το άλλο. Πίνεις μία γουλιά και ακολουθεί μία μπουκιά από βουβαλίσια σουτζουκάκια, λουκάνικα Τζουμαγιάς, γιαουρτλού, μελιτζάνα στα κάρβουνα, κολοκυθοκεφτέδες… Είναι οι πλέον αγαπημένες ελληνικές γεύσεις. Τίποτα περίτεχνο, τίποτα υπερβολικό. Η μουσική κυλά στ’ αυτιά σου και νομίζεις ότι ζεις σε ένα παραμύθι που δεν θέλεις να τελειώσει – ποτέ. Ο ρομαντισμός πλανάται στην ατμόσφαιρα. Τον νιώθεις παντού. Ειδικά όταν ο κόσμος σιγοτραγουδά όλος μαζί.
Αυτό ήθελαν η Έφη και η Ρούλα. Αυτό θα ήθελε και ο Παναγιώτης. Να γίνουμε όλοι μία παρέα, σε ένα μεγάλο γλέντι. «Έτσι, για να μη ξεχνάμε», διαβάζεις στην ιστορία τού καταστήματος στον κατάλογο, «με ένα κρασί στο χέρι και ένα τραγούδι από την ψυχή – έτσι τους έμαθαν, έτσι μας έμαθαν, έτσι κι εμείς με τη σειρά μας μαθαίνουμε στα παιδιά μας. Αυτοί είμαστε οι Έλληνες».