Product Description
Όταν η παλιά Θεσσαλονίκη συνάντησε την παλιά Αθήνα
Για περισσότερες από οκτώ δεκαετίες, η οικογένεια Γεωργακάκη έχει συνδέσει το όνομά της με τη ρετσίνα και τις εκλεκτές γεύσεις. Η ιστορία της, που ξεκίνησε με ένα οινοποιείο στην προπολεμική Θεσσαλονίκη, συνεχίζεται σήμερα στην ιστορική ταβέρνα «Η Παλιά Αθήνα». Και, ναι: η ονομασία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της πόλης.
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ «Η ΠΑΛΙΑ ΑΘΗΝΑ», ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΙΜΒΡΟΥ 24, ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΤΟΥΜΠΑ.
ΟΛΑ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΠΑΦΗ.
Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στα τέλη τής δεκαετίας τού 1930, ο Μανώλης Γεωργακάκης, παππούς τού σημερινού ιδιοκτήτη τής «Παλιάς Αθήνας», δημιούργησε μια ποτοποιία επί της οδού Παπάφη. Εκτός από την υπέροχη ρετσίνα, τα ούζα και τα τσίπουρα που παρασκεύαζε, οι πελάτες του είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν κάποιον εκλεκτό μεζέ και να συζητήσουν την επικαιρότητα της εποχής, πριν πάρουν τον δρόμο για το σπίτι. Δυστυχώς, αυτή η ωραία καθημερινότητα δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ… Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του στην Κρήτη. Όταν με το καλό τελείωσε ο πόλεμος και οι Γερμανοί έφυγαν από την Ελλάδα, επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, για να βρει τον χώρο διαλυμένο. Δεν το έβαλε κάτω – αποφάσισε να ξεκινήσει από την αρχή.
Το 1962 την επιχείρηση ανέλαβε ο γιος του, Κωνσταντίνος, ποτοποιός και ο ίδιος, ο οποίος –στα βήματα του πατέρα του– συνεχίζει να παρασκευάζει και να εμφιαλώνει ρετσίνες, ούζα και τσίπουρα και να τα προσφέρει στους πελάτες του. Ένας πίνακας ζωγραφικής που κρέμεται στον τοίχο τής σημερινής ταβέρνας (και ο οποίος βασίστηκε σε φωτογραφία εποχής) επιτρέπει στον επισκέπτη να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο παρελθόν και σ’ εκείνον τον χώρο. Εκτός από την επιχείρηση Γεωργακάκη, δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις και την αρχιτεκτονική ομορφιά τού κτιρίου. Η Θεσσαλονίκη στα ομορφότερά της… Σε έναν άλλο τοίχο υπάρχουν παλιές ετικέτες εμφιάλωσης της επιχείρησης, που γλίτωσαν από το πέρασμα του χρόνου και αποκαλύπτουν στους επισκέπτες το ένδοξο παρελθόν τής οικογένειας στην ιστορία ποτοποιίας τής πόλης.
Για τις αποθηκευτικές ανάγκες τής επιχείρησής του, ο Κωνσταντίνος Γεωργακάκης βρήκε έναν χώρο σε κοντινή τοποθεσία. Γρήγορα όμως αποφάσισε να τον αξιοποιήσει καλύτερα, μετατρέποντάς τον σε ταβέρνα. Βρήκε έναν καλό μάγειρα που ανέλαβε την κουζίνα και ο ίδιος συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα: να παρασκευάζει ρετσίνα άριστης ποιότητας με τον παραδοσιακό τρόπο. Χρησιμοποιούσε Ροδίτη και Σαββατιανό, που ζυμώνονταν σε δρύινα βαρέλια. Το όνομα της ταβέρνας: «Η Παλιά Αθήνα».
Εύλογα μπορεί να γεννηθεί το ερώτημα πώς προέκυψε η ονομασία τού καταστήματος, όταν ουδείς από την οικογένεια Γεωργακάκη είχε την παραμικρή σχέση με την πρωτεύουσα. Ουδείς από την οικογένεια… Ο περισσότερος κόσμος, ωστόσο, που κατοικούσε στα πέριξ τής ταβέρνας είχε. Ήταν πρόσφυγες από την Πόλη (και από άλλα μέρη στη σημερινή Τουρκία) που αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, σε προσφυγικές περιοχές όπως το Χαϊδάρι ή η Νέα Σμύρνη. Στη συνέχεια, η Πολιτεία τούς ανέβασε στη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή που –εύλογα– ονομάστηκε «Οικισμός Αθηναίων». Λίγο το ημιυπόγειο του καταστήματος, λίγο η βαρελίσια ρετσίνα και το σκηνικό, που παραπέμπει στην Πλάκα, ήταν αρκετά για να βαφτιστεί ο χώρος «Η Παλιά Αθήνα».
Από τα πρώτα χρόνια τής λειτουργίας της, η ταβέρνα έγινε σημείο κατατεθέν για όσους αγαπούσαν τη ρετσίνα. Δεν είχε σημασία αν ήσουν εργοστασιάρχης, δικηγόρος, γιατρός ή άνθρωπος του μόχθου και της βιοπάλης: στον συγκεκριμένο χώρο, τα χρήματα δεν είχαν την παραμικρή σημασία. Άνθρωποι κάθε τάξης γίνονταν ένα. Ειδικά αν κάποιος από τους θαμώνες έφερνε την κιθάρα του και ξεκινούσε το τραγούδι. Και η ρετσίνα έρεε άφθονη…
ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΗΜΑ.
Το 1985 στην επιχείρηση μπήκε ο σημερινός ιδιοκτήτης, Μανώλης Γεωργακάκης, που φέρει το όνομα του παππού του. Ήταν η εποχή που είχε τελειώσει το στρατιωτικό του και είχε πάρει μέσα του τη μεγάλη απόφαση να μη συνεχίσει με σπουδές, αλλά να αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην ταβέρνα. «Σύντομα συμπληρώνονται σαράντα χρόνια παρουσίας μου στην ‘Παλιά Αθήνα’ – δεν το μετάνιωσα ούτε μία στιγμή που έγινα ταβερνιάρης» εξομολογείται ο κ. Γεωργακάκης.
Κι αν στα πρώτα χρόνια τής παρουσίας του στην ταβέρνα βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του πατέρα του, σύντομα η μπαγκέτα τής ενορχήστρωσης πέρασε στα δικά του χέρια. Από τα τέλη τού 2000 άρχισε να αναπτύσσει σταδιακά την επιχείρηση. Όλα τα κομματάκια από εικόνες και εμπειρίες που είχε αποκτήσει από τις επισκέψεις του σε άλλες χώρες (και χώρους) άρχισαν να ενώνονται και να σχηματίζουν την ολοκληρωμένη εικόνα τού παζλ. Ο χώρος κράτησε όλα τα στοιχεία τούDNAτου: τον σεβασμό προς την ελληνική παράδοση και το παρελθόν τού χώρου, το κλίμα τής παρέας και της συλλογικής διασκέδασης και, φυσικά, τη ρετσίνα που αγάπησαν γενιές και γενιές επισκεπτών. «Η ρετσίνα πάει με όλα» σημειώνει ο κ. Γεωργακάκης: «Με το ψάρι, με μαγειρευτά, με κρέας. Με όλα. Αφήστε που έχει συνδέσει το όνομά της με την έξοδο των Ελλήνων για φαγητό. Λέμε ‘Πάμε για ρετσίνα’. Κανένας δεν λέει‘Πάμε για μπριζόλα’…».
Πλέον, στην «Παλιά Αθήνα» μπορείς να διακρίνεις «πινελιές» ιταλικής τρατορίας και γαλλικού μπιστρό. Δίπλα στα σουτζουκάκια, τα παϊδάκια, τη μοσχαρίσια γλώσσα και το γιουβετσάκι θα βρεις κοπές, ribeye και μια εξαιρετική ποικιλία κρασιών απ’ όλο τον κόσμο. Πάντοτε, όμως, η ρετσίνα θα είναι η βασίλισσα του καταστήματος. Αυτήν, άλλωστε, σέρβιρε και ο πατέρας τού σημερινού ιδιοκτήτη στον Σωτήρη Μουστάκα, σε μια σκηνή τής ταινίας «Ο Κροκοδειλάκιας», του 1987, η οποία γυρίστηκε στο μαγαζί και αποτύπωσε για πάντα την εικόνα τού παλιού καταστήματος…