ΑΛΜΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ.
Η Θεσσαλονίκη έχει τη δική της «μεθυσμένη πολιτεία». Δεν είναι ασφαλώς, η Μεσσήνη (όπως στο ομώνυμο βιβλίο τού Σωτήρη Πατάτζη), αλλά η Ευαγγελίστρια, ένας μικρός συνοικισμός με νοοτροπία και καθημερινότητα χωριού, στριμωγμένοςανάμεσα στα φερώνυμα κοιμητήρια και στις γειτονιές τού Αγίου Παύλου και των Σαράντα Εκκλησιών. Μια μικρή «πολιτεία» με χαμηλά σπίτια, στενά σοκάκια που ανοίγονται σε αναπάντεχα«ξέφωτα», αλλά και μια μοναδική αίσθηση που δημιουργούν οι χαλαροί ρυθμοί τής καθημερινότητας, παρά το ότι η Ευαγγελίστρια βρίσκεται ελάχιστα λεπτά μακριά από την «καρδιά» τού downtown.
ΟΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ.
Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν πάντοτε έτσι… Στις αρχές τού 20ού αιώνα η Ευαγγελίστρια ήταν μια ακατοίκητη περιοχή εκτός των τειχών τής Θεσσαλονίκης, όπου λειτουργούσε ένα λατομείο (οι ιστορικές μαρτυρίες φέρουν το συγκεκριμένο λατομείο να βρισκόταν σε λειτουργία ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια).
Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, με πετρώματα από το συγκεκριμένο λατομείο (τα οποία μεταφέρονταν ώς το κέντρο τής πόλης με βαγονέτα) έγινε το μπάζωμα για τη διαμόρφωση της πρώτης προβλήτας τού ΟΛΘ, αλλά και του θαλάσσιου μετώπου τής Θεσσαλονίκης όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Με την ίδια πρώτη ύλη κατασκευάστηκαν από το οθωμανικό Ταμείο τού Στέμματος τα σουλτανικά κτίρια, στα οποία, μετά την απελευθέρωση της πόλης, λειτουργούσαν τα δικαστήρια (ώς το 1978, οπότε κατεδαφίστηκαν λόγω των ζημιών που είχαν υποστεί από τον μεγάλο σεισμό τής Θεσσαλονίκης).
Το σημείο δεν ήταν «φιλικό»… Σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι η περιοχή χρησιμοποιούταν ως χώρος απόρριψης μπάζων (επρόκειτο για οικοδομικά υλικά που απορρίπτονταν στο συγκεκριμένο σημείο κατά την εκκαθάριση των παλαιών κτιρίων τής πόλης, μετά την καταστροφική πυρκαγιά τού 1917), την Ευαγγελίστρια διέσχιζε ένας μεγάλος χείμαρρος, ο οποίος κατέληξε στο ύψος τού Λευκού Πύργου (ένας χείμαρρος ο οποίος σήμερα διέρχεται εγκιβωτισμένος κάτω από το οδόστρωμα των οδών Πανεπιστημίου και Εθνικής Αμύνης). Παρά ταύτα, όταν άρχισαν να συρρέουν στην πόλη οι προσφυγικοί πληθυσμοί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή τού 1922, η Ευαγγελίστρια αξιοποιήθηκε ως μια ελεύθερη από κατοίκους περιοχή, κοντά στο κέντρο τής πόλης, όπου οι άστεγοιμπορούσαν να εγκατασταθούν – τουλάχιστον κατ’ αρχάς.
Ο συνοικισμός τής Ευαγγελίστριας ιδρύθηκε (μαζί με εκείνον του Αγίου Παύλου) περί το 1926, στο πλαίσιο προγράμματος του τότε υπουργού Υγείας Λεωνίδα Ιασωνίδη. Μάλιστα, αρχικώς αποκαλούταν «οικισμός Ιασωνίδου», με τους ντόπιους να βγάζουντην ενόχλησή τους για την εγκατάσταση των απρόσκλητων νέων συμπολιτών τους αποκαλώντας τους «τσογλάνια τού Ιασωνίδη».
ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΣΤΗ ΡΕΤΣΙΝΑ.
Οι πρώτοι αστικοί μύθοι για την Ευαγγελίστρια γεννήθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την εγκατάσταση των πρώτων πληθυσμών εκεί – ένας από τους δημοφιλέστερους αφορούσε το περίφημο «αθάνατο νερό τής Ευαγγελίστριας», με τους ντόπιους, αλλά και με τους οδηγούς ταξί να σχηματίζουν ουρές ώς και τη δεκαετία τού 1980 μπροστά από την περίφημη βρύση, από την οποία ανάβλυζε το διάσημο νερό, για να το προμηθευτούν.
Σήμερα αυτή η «μαγεία» έχει χαθεί – οι έρευνες κατέδειξαν ότι το εν λόγω νερό περιείχε ουσίες που το καθιστούσαν ακατάλληλο προς πόση. Μια άλλη μαγεία, ωστόσο, ζει και βασιλεύει. Η μαγεία ενός μαγαζιού που προσφέρει γαστριμαργική απόλαυση σε ντόπιους και επισκέπτες, αλλά και, διαχρονικά, σε χιλιάδες φοιτητές, που επιλέγουν την Ευαγγελίστρια και τις παρακείμενες Σαράντα Εκκλησιές ως γειτονιές διαμονής τους, λόγω της εγγύτητάς τους στα πανεπιστήμια.
Ο λόγος για το «Άσυλο», ένα από τα τελευταία ιστορικά μαγαζιά τής Θεσσαλονίκης, το οποίο βρίσκεται στην είσοδο της Ευαγγελίστριας.
Το ενδιαφέρον ξεκινά ήδη από την ονομασία του… Σύμφωνα με την αφήγηση, όλα συνέβησαν μια νύχτα τού 1978, όταν οι ιδιοκτήτες τού«Ασύλου», ο Δημήτρης και η Μαρία Γάκη,επισκεύαζαντο μαγαζί (το οποίο προϋπήρχε στο συγκεκριμένο σημείο από το 1946), για να το επαναλειτουργήσουν. Την ίδια νύχτα, ένας ηλικιωμένος που νοσηλευόταν υπό αστυνομική επιτήρηση στο ΑΧΕΠΑ (για οφειλές μερικών χιλιάδων ευρώ προς το Δημόσιο) δραπέτευσε. Στην προσπάθειά του να αποφύγει τη σύλληψη, έφτασε έξω από την ταβέρνα, σκαρφαλώνοντας σε ένα από τα δέντρα τής αυλής της για να κρυφτεί. Οι χωροφύλακες έφτασαν γρήγορα στο σημείο. Εκείνοι δεν τον είδαν στο δέντρο όπου κρυβότανκαι οι θαμώνες τής ταβέρνας κράτησαν κλειστά τα στόματά τους και δεν τον πρόδωσαν. Αρκετή ώρα αφού τα όργανα της τάξης είχαν αποχωρήσει, ο ηλικιωμένος δραπέτης κατέβηκε από το δέντρο, ευχαριστώντας τους πελάτες τού εστιατορίου για το άσυλοπου του προσέφεραν. Ο δραπέτης χάθηκε μέσα στη νύχτα…Ένας από τους θαμώνες σηκώθηκε, πήρε ένα πινέλο, το βούτηξε σε έναν κουβά μπογιάς από αυτούς που βρίσκονταν στον χώρο για την ανακαίνιση του μαγέρικου και έγραψε σε έναν τοίχο τη λέξη «άσυλο».
Αυτό ήταν. Η ταβέρνα είχε αποκτήσει νέο όνομα, που έμελλε να τη συνοδεύει ακόμη και σήμερα.
ΑΡΩΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ.
Πίσω από τη φθαρμένη, ξύλινη πόρτα τού «Ασύλου», στην Πανεπιστημίου 2, λίγα έχουν αλλάξει. Στον ατμοσφαιρικό χώρο, όπου κυριαρχούν ένα παλιό, αμερικάνικο τζούκμποξ, η ξυλόσομπα, ένα γραμμόφωνο, μια ζυγαριά εποχής, φωτογραφίες μεγάλων τού λαϊκού και του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά και η φωνή τού Καζαντζίδη, οι επισκέπτες θα βρουν έναν πραγματικό «ναό» ευωχίας.
Στα τραπέζια που έχουν φιλοξενήσει από τον Αγάθωνα και τη Νένα Μεντήώς τη Δέσποινα Βανδή και τον Νίκο Παπάζογλου (ο οποίος έκανε πάντοτε ένα πέρασμα από το «Άσυλο» μετά από κάθε συναυλία που έδινε τα καλοκαίρια στο Θέατρο Δάσους) οι λάτρεις των γαστριμαργικών απολαύσεων θα βρουν από λαχταριστό μοσχάρι μαγειρεμένο σε πήλινο με πατάτες και κεφαλοτύρι καιτρυφερό συκώτιώς τις περίφημες σούβλες τού «Ασύλου» με ελασσονίτικο, κοντοσούβλι κοτόπουλο ή χοιρινό και μπριζόλα σούβλας, συνοδεία δροσερής ρετσίνας, κρασιού και μπίρας. Στοιχεία που αποτελούν τα ιδανικά συστατικά τής χαράς και της απόλαυσης που αποκομίζουν οι επισκέπτες αυτού του παραδοσιακού στεκιού τής πόλης σε κάθε τους επίσκεψη, όλες τις εποχές τού χρόνου. Στην υγειά σας!