Product Description
Ένα στέκι-σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη περιοχή
Η μακρά πορεία τής οικογένειας Κρεωνίδη στην εστίαση στη Θεσσαλονίκη, που ξεκίνησε τις πρώτες δεκαετίες τού περασμένου αιώνα, συνεχίζεται σήμερα από την τρίτη γενιά. Κοινό χαρακτηριστικό τους, οι εκλεκτές γεύσεις, ο σεβασμός στον πελάτη, η υπέροχη ρετσίνα και η μαγευτική θέα. Δεν είναι λίγο να έχεις στο πιάτο, εκτός από τα φαγητά, ολόκληρη την πόλη…
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΗ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΤΑΒΕΡΝΑ «ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΤΟΥ ΚΡΕΩΝΙΔΗ» ΣΤΗ ΛΕΩΦΟΡΟ ΟΧΙ, ΣΤΗΝ ΑΝΩ ΠΟΛΗ.
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΝΕΑ ΔΕΚΑΕΤΙΩΝ.
Ανηφορίζοντας την οδό Ελένης Ζωγράφου, το βλέμμα σου πέφτει αναπόφευκτα σε δύο χαρακτηριστικά σημεία: στα τείχη τής πόλης (και, συγκεκριμένα, σε ένα από τα ομορφότερα τμήματά τους) και στην ταβέρνα τού «Κρεωνίδη», που βρίσκεται ακριβώς από πάνω τους, στη λεωφόρο Όχι. Αυτόματα σου γεννιέται η επιθυμία να κάνεις μία στάση, για να απολαύσεις εκλεκτούς μεζέδες και ένα (ή περισσότερα) ποτήρια ρετσίνας, αγναντεύοντας από ψηλά τη Θεσσαλονίκη. Όπως εύκολα συμπεραίνει κάποιος, η πλήρης ονομασία τού καταστήματος («Το μπαλκόνι τού Κρεωνίδη») δεν είναι διόλου τυχαία… Από τα τραπέζια του μπορείς να ατενίσεις τον Θερμαϊκό, τον Όλυμπο να ορθώνεται στο βάθος, τα τείχη και τις στέγες των σπιτιών, που άλλοτε είχαν ένα σκούρο, καφεκόκκινο χρώμα από τα κεραμίδια. Ήταν την εποχή που ο Νίκος Κρεωνίδης αποφάσιζε να ανεβεί στην Άνω Πόλη, για να δημιουργήσει την ταβέρνα του, η οποία επί σχεδόν εννέα δεκαετίες είναι συνώνυμη με την ιστορία εστίασης στη Θεσσαλονίκη.
ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΜΗΛΑ ΣΤΑ ΨΗΛΑ.
Το «Μπαλκόνι τού Κρεωνίδη» δεν ήταν το πρώτο κατάστημα εστίασης του δημιουργού του. Είχαν προηγηθεί διάφορα άλλα εγχειρήματα, όπως τα «Βαρελάκια», στον Λευκό Πύργο (που επίσης ήταν για την εποχή τους σημείο κατατεθέν στο κέντρο τής πόλης), και ένα ταβερνάκι στο Καπάνι, ενώ είχε φτιάξει μέχρι και μαγαζί με μπακαλιαράκια στο λιμάνι. Και κάπου εκεί τον μάγεψε η ομορφιά τής Άνω Πόλης. Κάπως έτσι, το 1935, αποφασίζει να παρατήσει ό,τι έκανε και να ανηφορίσει στον Άγιο Παύλο. Εκείνη την εποχή, η εικόνα τής περιοχής δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με αυτήν που γνωρίζουμε σήμερα. Υπήρχαν λιγοστά χαμηλά σπίτια και ο παλαιός ναός τού Αποστόλου Παύλου. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος και θα παρέμεινε έτσι για δεκαετίες. Το να ανεβείς για τη ρετσίνα σου ήταν μια μικρή περιπέτεια. Η θέα, όμως, και οι μεζέδες ήταν μεγάλο κίνητρο, ώστε να ξεχάσεις όλα τα υπόλοιπα.
Ανάμεσα στις παλιές φωτογραφίες που υπάρχουν αναρτημένες σε καδράκια στους τοίχους τού καταστήματος, υπάρχουν και κάποιες από τις πρώτες δεκαετίες λειτουργίας του. Οι εικόνες με τους σερβιτόρους με τις λευκές ποδιές είναι εικόνες που παραπέμπουν περισσότερο σε σκηνές από παλιές ελληνικές ταινίες. Οι παλαιότεροι ίσως να τους πρόλαβαν… Η σπεσιαλιτέ τού καταστήματος στα μαγειρευτά ήταν τα σμυρνέικα σουτζουκάκια, ενώ στη σούβλα μπορούσες να βρεις εξοχικό (του παλαιού τύπου και όχι αυτό που είναι σήμερα γνωστό με αυτήν την ονομασία στις ταβέρνες ανά τη χώρα), αρνάκι, κοκορέτσι και κοτόπουλο.
Φυσικά, πρωταγωνιστές ήταν οι ρετσίνες και τα κρασιά που υπήρχαν στις μπόμπες, τα τεράστια, ξύλινα βαρέλια που βρίσκονταν στο μπαλκόνι. Έρχονταν κυρίως από την Κάρυστο και το Πικέρμι. Ήταν η ίδια ρετσίνα που απολάμβανε ο Τσιτσάνης, η Βέμπο, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης (που έμενε λίγο πιο πάνω) και τόσοι άλλοι. Σημαντικό κειμήλιο εκείνης της εποχής, η μοναδική διασωθείσα κάρτα τού ιδρυτή, που κοσμεί την είσοδο της ταβέρνας και αναγράφει: «Νικόλαος Κρεωνίδης, εστιάτωρ», με τον πενταψήφιο τηλεφωνικό αριθμό τού καταστήματος.
Όταν το 1973 ο Νίκος Κρεωνίδης βγήκε στη σύνταξη, τα ηνία τού καταστήματος ανέλαβε ο γιος του, Γιάννης. Μια νέα εποχή ξημέρωνε για τον ιστορικό χώρο. Εκείνο το διάστημα τελείωνε –επιτέλους– η ασφαλτόστρωση του δρόμου και οι επισκέπτες είχαν πλέον εύκολη και άνετη πρόσβαση. Στο μενού προστέθηκαν θαλασσινά: φρέσκο ψαράκι, καλαμαράκια και, φυσικά, αλμυροί μεζέδες για το τσίπουρο. Το κατάστημα άρχισε να ανοίγει από το πρωί και να εξελίσσεται διαρκώς. Το παλιό παντρευόταν αρμονικά με το καινούργιο. Οι επιχειρηματίες μπορούσαν να κάνουν ένα μεσημεριανό, επαγγελματικό ραντεβού, να κλείσουν μια συμφωνία και να απολαύσουν, παράλληλα, ρετσίνα και υπέροχο φαγητό. Είναι η εποχή που, όμως μαρτυρούν οι φωτογραφίες στους τοίχους, μπορούσες να απολαύσεις το εξοχικό σου έχοντας δίπλα σου τη Ζωή Λάσκαρη, την Κάτια Δανδουλάκη με τον Μάριο Πλωρίτη, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Στράτο Διονυσίου και τόσους άλλους ακόμη.
Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ.
Το 2013 έφτασε η σειρά και του Γιάννη Κρεωνίδη να συνταξιοδοτηθεί και να αποτραβηχτεί στο παρασκήνιο. Πλέον, η νέα γενιά έχει (και) άρωμα γυναίκας – και μάλιστα εις διπλούν. Τα ηνία ανέλαβαν οι δύο κόρες του, Άννα και Ράνια, καθώς και ο γαμπρός του, Μάκης Παπαδόπουλος. Ο τελευταίος (που είναι και ο σεφ τού καταστήματος) έχει δώσει τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια το δικό του στίγμα με τις δημιουργίες του. Όσοι δεν έχετε δοκιμάσει το χταπόδι σαγανάκι, έχετε μια καλή ευκαιρία να διευρύνετε τους γευστικούς σας ορίζοντες χωρίς να παρεκκλίνετε έστω και στο ελάχιστοαπό την παράδοση. Εξαιρετική επιλογή αποτελεί και το φιλέτο κοτόπουλο με μουστάρδα. Ασφαλώς, προσφέρονται πάντοτε και οι γεύσεις που έκαναν την ταβέρνα τού Κρεωνίδη τόσο αγαπητή στο ευρύ κοινό: η σπεσιαλιτέ, η πιατέλα με τα κεφτεδάκια με σος γιαουρτιού και τσιπς πατάτας, ο μουσακάς και οι νοστιμιές τής σούβλας – η μπριζόλα, το κοντοσούβλι και το αρνάκι. Σε μια μεγάλη (και πολύ παλιά) φωτογραφία τού τοίχου εικονίζονται ο Γιάννης Κρεωνίδης, προπάππους τής σημερινής γενιάς ιδιοκτητών, και η σύζυγός του. Και είναι σίγουρο ότι, ως έμπορος –διατηρούσε παντοπωλείο στην πλατεία Ιπποδρομίου–, θα ένιωθε βαθύτατα υπερήφανος που οι απόγονοί του συνέδεσαν το επίθετο της οικογένειας με την ιστορία εστίασης της Θεσσαλονίκης…