Θεόδωρος Παπανέστορος, ο marketer
Μια χρονοκάψουλα επιστροφής στο όμορφο παρελθόν, αλλά και μια αναψηλάφηση του παρόντος, χάρη στην «επανεφεύρεση» της ρετσίνας: το αγαπημένο κρασί αποτελεί σίγουρα τροφή για σκέψη για τον executive director of Institutional Marketing & PK-12 Enrollment τού Κολλεγίου Ανατόλια.
«ΒΑΛΕ ΜΙΑ ΡΕΤΣΙΝΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ…».
Για πολύ κόσμο, η ρετσίνα δεν αποτελεί μια καθημερινή συνήθεια, αποτελεί ωστόσο μια ιδιότυπη «χρονοκάψουλα» – όπως, για παράδειγμα, για τον executive director of Institutional Marketing & PK-12 Enrollment τού Κολλεγίου Ανατόλια, Θοδωρή Παπανέστορος: «Για να είναι ειλικρινής, η ρετσίνα δεν είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την καθημερινότητά μου…» ομολογεί ο κ. Παπανέστορος. «Είναι όμως συνυφασμένη στο μυαλό μου με στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς, κυρίως των νεανικών μου χρόνων. Από το ‘Βάλε μια ρετσίνα, για να τα πούμε’ τού πατέρα μου μέχρι ένα πασχαλιάτικο γλέντι στη Χαλκιδική ή μια ξέγνοιαστη Κυριακή με ψήσιμο στον κήπο».
Είναι αλήθεια ότι αρκετός κόσμος έχει ανάμεικτα συναισθήματα για το συγκεκριμένο κρασί… «Ποιος είναι ο λόγος;» ρωτάμε το στέλεχος του Κολλεγίου Ανατόλια: «Η αλήθεια είναι ότι η ρετσίνα δεν έχει και την καλύτερη φήμη, παρότι, λίγο πολύ, όλοι μας ‘της έχουμε κλείσει το μάτι’ σε όμορφες στιγμές τής ζωής μας. Αυτό, κατά την άποψή μου, συμβαίνει όχι τόσο λόγω της ιδιαίτερής γεύσης της, αλλά κυρίως επειδή, κατά βάση, στηρίζεται σε δύο ταπεινές’ και ώς έναν βαθμό παρεξηγημένες ποικιλίες, όπως ο Ροδίτης και το Σαββατιανό. Ας μη ξεχνάμε επίσης ότι η προσθήκη ρετσίνης στο κρασί έγινε χιλιάδες χρόνια πριν όχι για λόγους γεύσης, αλλά για λόγους συντήρησης, καθώς η επικάλυψη του στομίου, αλλά και του εσωτερικού των αμφορέων με ρετσίνι από τα πεύκα που βρίσκονταν κοντά στους αμπελώνες επιβράδυνε σημαντικά την οξείδωση. Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια έχουμε δει και ρετσίνες που βασίζονται σε πολύ πιο ‘ευγενείς’ ποικιλίες, όπως για παράδειγμα το Ασύρτικο. Αυτό, αναμφιβόλως, αλλάζει και τη γεύση τού κρασιού αυτού, καθιστώντας την όλη γευστική εμπειρία πολύ πιο ενδιαφέρουσα».

ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.
Στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών, η ρετσίνα ταυτίστηκε με τη Θεσσαλονίκη, που μετεξελίχθηκε σε κέντρο όχι μόνο παραγωγής ποιοτικής ρετσίνας, αλλά και κατανάλωσής της. Ρωτάμε τον κ. Παπανέστορος αν, στο μυαλό του, υπάρχει μία περιοχή, ένα στέκι, ένας πληθυσμός τής πόλης που να συνδέεται κατεξοχήν με αυτήν.
«Είναι παράξενο και, συνάμα, ευχάριστο το πώς η πόλη μας κατάφερε να πάρει τα σκήπτρα από τη Βοιωτία, την Εύβοια και, κυρίως, την Αττική. Επειδή – κακά τα ψέματα– η ρετσίνα είναι νότιας προέλευσης. Αλλά, όσο κι αν οι Αθηναίοι βρίσκονται πίσω από την… πατέντα, εμείς μπορούμε να υπερηφανευόμαστε ότι την κάναμε πασίγνωστη στα πέρατα της γης. Όσο για την περιοχή με την οποία θα τη συνδύαζα; Θα τη συνδύαζα, παραδόξως, κυρίως με παράκτιες περιοχές, όπως η Μηχανιώνα (κάποιος ίσως περίμενε ότι θα ανέφερα το ούζο εδώ), καθώς και με ‘κρυμμένες’ ταβέρνες στις διάφορες στοές τού κέντρου τής Θεσσαλονίκης, αλλά και στην Άνω Πόλη».
Με αυτά και μ’ εκείνα, σε ποιον βαθμό μπορεί η ρετσίνα και το κρασί, εν γένει, να μας συντροφεύσουν στις χαρούμενες, αλλά και στις λιγότερο ευτυχισμένες στιγμές τής ζωής μας; «Η διαφήμιση των 80s που έλεγε ‘Κάθε μέρα γιορτή’ τα συνοψίζει όλα» απαντά χαμογελώντας ο κ. Παπανέστορος. «Η ρετσίνα είναι το κρασί που θα μας χαλαρώσει, θα μας κάνει να γλεντήσουμε, θα μας κάνει να θυμηθούμε τα ανέμελά μας χρόνια. Να νιώσουμε ξανά νέοι. Η ρετσίνα θα σε ταξιδέψει πίσω στον χρόνο. Θα σου δώσει μέσα σε μία γουλιά συμπυκνωμένη όλη τη γεύση των νεανικών σου χρόνων. Αμφιβάλλω αν μπορεί να το κάνει αυτό ένα GrandCru τού 1997… Μια ρετσίνα, όμως, μπορεί άμεσα να με γυρίσει πίσω σ’ εκείνη τη χρονιά που γιορτάζαμε με τις ‘σειρές’ μου την απόλυσή μας από τον στρατό».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: