Τάσος Ρέτζιος, ο δημοσιογράφος
Σποραδικές μνήμες παιδικής ηλικίας, μια εφηβεία που άλλαξε βίαια, μια επιστροφή που κλείνει έναν κύκλο (και, ταυτόχρονα, ανοίγει έναν καινούργιο): η ρετσίνα στη ζωή τού γνωστού θεσσαλονικιού δημοσιογράφου προκαλεί ανάκληση συναισθημάτων, διάθεση κοινωνικής συνεύρεσης, αλλά και ερωτήματα και απορίες για το αύριο του πλέον ελληνοπρεπούς από τα ελληνικά κρασιά.
Νομίζω ότι η ρετσίνα δεν έχασε ποτέ τη λαϊκότητά της – και, εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω αν θέλει κιόλας να τη χάσει…
ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ.
Κάποια επαγγέλματα συνδέονται περισσότερο με κάποια ποτά. Αυτό του δημοσιογράφου, για παράδειγμα, έχει συνδεθεί (λόγω πραγματικών εμπειριών ή εξαιτίας κινηματογραφικών κλισέ – άσχετο τι ισχύει στην πραγματικότητα) με υποφωτισμένα γραφεία αργά τη νύχτα, με το πράσινο λαμπατέρ δίπλα από τα χαρτιά (παλαιότερα) ή τον υπολογιστή (στα νεότερα χρόνια) να φωτίζει κι ένα χαμηλό ποτήρι με ουίσκι. Προκατάληψη; Ίσως – αν όχι το πιθανότερο. Και η ρετσίνα; Είναι ένα ποτό το οποίο θα μπορούσε να συνοδεύει στιγμές στην καθημερινότητα ενός μάχιμου δημοσιογράφου – στιγμές εργασίας, αλλά και ανάπαυλας και αναστοχασμού;
Ρωτάμε τον γνωστό θεσσαλονικιό δημοσιογράφο Τάσο Ρέτζιο πόσο παρούσα και με ποιον τρόπο είναι η ρετσίνα στην καθημερινότητά του. Τον ρωτάμε αν έχει συνδέσει την κατανάλωση του συγκεκριμένου κρασιού με μία στιγμή ή με μία περίοδο της ζωής του – για παράδειγμα, με τα φοιτητικά του χρόνια, με μια έξοδο με φίλους, με ένα ταξίδι, ακόμη και με μια στιγμή που πέρασε με τον εαυτό του.
«Έχω υποσχεθεί ότι δεν θα αρχίσω ποτέ με το ‘εγώ’, γι’ αυτό ακριβώς και χρησιμοποιώ αυτήν την πρόταση, για να μη φανεί ότι ξεκινάω ακριβώς έτσι. Αλλά… Εγώ και η ρετσίνα έχουμε μια ενοχική σχέση από τότε που πρωτοειδωθήκαμε σε κάποιο οικογενειακό τραπέζι – θα στοιχημάτιζα ότι ήταν ο πατέρας που συνέδεσε τη μορφή του μαζί της και το εντύπωσε αυτό στη μνήμη μου. Δεν κράτησε πολύ, επειδή από μικρός θυμάμαι τον πατέρα άρρωστο – ο καπνός και το αλκοόλ ξαφνικά εξαφανίστηκαν από την υπό εκκόλαψη μυθολογία που αρμόζει σε έναν προέφηβο. Ας είναι… Η ρετσίνα δεν μου κράτησε κακία και με συνάντησε ξανά στον Τζότζο, αν ενθυμείστε, στα Κάστρα, μαζί με ξεχασμένους πια φοιτητικούς συντρόφους και έρωτες (λέμε τώρα…). Δεν την άφησα να κάνει παιχνίδι: πολύ γρήγορα, κρασιά, ποτά και άλλες μυθολογίες επέδραμαν στο θυμικό και το κατακυρίευσαν. Και γεννήθηκε ο γιος μου και ήρθε ένας φίλος να δούμε μαζί ποδόσφαιρο σε ταβερνείον τι και ‘τι να πιούμε, φέρε μια ρετσίνα’ (αυτήν τη φορά με σόδα μαζί) και μια φορά ήρθε και ο γιος (για τα σουτζουκάκια αυτός) και με είδε με τη ρετσίνα – και σκέψου τώρα να εντύπωσε την ίδια εικόνα που περιγράφω στην αρχή. Κύκλος η ρετσίνα…».

ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ.
Η ρετσίνα είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα ελληνικά κρασιά – αν όχι το πλέον χαρακτηριστικό, καθώς παράγεται κατ’ αποκλειστικότητα στη χώρα μας, συνδυάζοντας δύο εμβληματικά στοιχεία της: το αμπέλι και το πεύκο. Κι όμως: στην πορεία των χρόνων η εικόνα της διαστρεβλώθηκε, με κάποιους να την προτιμούν για τον κατεξοχήν ελληνοπρεπή χαρακτήρα της και κάποιους άλλους να τη σνομπάρουν (πρόκειται για μια κατάσταση που, ευτυχώς, χάρη σε ορισμένους χαρισματικούς έλληνες οινοποιούς, αλλάζει τα τελευταία χρόνια). Ποια εικόνα έχει ο Τάσος Ρέτζιος γι’ αυτό το πολύ ιδιαίτερο ελληνικό κρασί;
«Είναι η ρετσίνα κρασί; Τόσα χρόνια νόμιζα ότι έπινα ηδύποτο!» σχολιάζει δηκτικά. «Εντάξει, μια διαφορά με τα χρόνια την καταλαβαίνεις: το στομάχι πια δεν ανακατεύεται και το κεφάλι παραμένει στη θέση του… Πέραν των αστεϊσμών, πάντως, αυτό που μου συμβαίνει σχετικά με τη ρετσίνα τα τελευταία χρόνια είναι το εξής: στο παρελθόν ήταν τόσο εύκολο –σχεδόν αυτόματο– να βάλεις μέσα στη ρετσίνα σχεδόν οποιοδήποτε αναψυκτικό, να την ‘κοκαλώσεις’, για παράδειγμα, και να μη σε νοιάξει αν χάσεις κάτι από τη γεύση και την ουσία της. Σήμερα, παίρνοντας στα χέρια πολύ κομψότερες συσκευασίες, βάζοντάς την μέσα σε καλύτερα ποτήρια, βλέποντας το χρώμα και δοκιμάζοντας τη γεύση, δεν σου πάει η καρδιά να την ανακατέψεις. Πιάνω τον εαυτό μου καμιά φορά να γεμίζω το στόμα μου και να τη γεύομαι όπως το καλό κρασί. Είτε είναι τα χρόνια που πέρασαν πάνω μου είτε αυτά που μαζεύτηκαν σ’ αυτήν. Ο χρόνος δηλαδή, πάλι…».
Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ.
Και η ανθρωπογεωγραφία τής ρετσίνας; Οι γειτονιές και οι φανατικοί καταναλωτές της, αν μπορεί να υπάρξει μια τέτοια τοπογραφική και ανθρωπολογική κατάταξη στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης;
«Νομίζω ότι η ρετσίνα δεν έχασε ποτέ τη λαϊκότητά της – και, εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω αν θέλει κιόλας να τη χάσει…» υποστηρίζει ο γνωστός δημοσιογράφος. «Σε όλων μας το θυμικό είναι συνδυασμένη κυρίως με φοιτητές (που δεν ξέρω αν ισχύει, επειδή τους βλέπω πιο… δραστήριους πότες απ’ ό,τι παριστάναμε ότι ήμασταν εμείς) και με την εργατική τάξη. Δεν ξέρω αν ‘φταίει’ η χαμηλή τιμή, η παράδοση των βαρελοφρόνων και λίγο η ‘αλητεία’ της, δύσκολα όμως μπορούμε να τη φανταστούμε να συνοδεύει ένα γεύμα επτά πιάτων σε ένα καλό εστιατόριο. Αντιθέτως: φαντάζεστε καφενείο ή ταβέρνα να σου πει ότι δεν έχει ρετσίνα; Αν πρέπει τώρα, ντε και καλά, να βγάλουμε κι ένα τοπογραφικό τής ρετσίνας στην πόλη, θα βλέπαμε ότι πυκνώνει δυτικά, αραιώνει –μέχρι σημείου εξαφάνισης– στα ανατολικά και παλεύει στο κέντρο, εκεί όπου, άλλωστε, συγκρούονται η κοσμοπολίτικη με την ανατολίτικη πλευρά τής Θεσσαλονίκης. Δεν σας κρύβω όμως ότι έχω υπάρξει μάρτυρας σερβιρίσματος ρετσίνας σε ωραία κολονάτα ποτήρια που τα κρατούσαν ερίτιμες υπάρξεις (το ηδύποτο που σας έλεγα). Αναρωτιέμαι αν αυτό θα μπορούσε να είναι προπομπός μιας εξευγενισμένης τάσης τής ρετσίνας…».
Ο ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΤΗΣ ΜΕΘΗΣ.
«Τη ρετσίνα την παραγγέλνεις σε τρεις περιπτώσεις» καταλήγει ο Τάσος Ρέτζιος. «Βλέπεις αγώνα σε καφενείο ή σε ταβέρνα, είσαι μόνος και θέλεις να πιεις (και το μέγεθος του μπουκαλιού της είναι ακριβώς αυτό που πρέπει) και, τρίτον, είναι η προσφορότερη επιλογή, όταν δεν έχεις αποφασίσει τι θέλεις να πιεις. Εκτός από αυτές, υπάρχουν και… όλες οι άλλες περιπτώσεις. Και ξέρετε γιατί; Επειδή η ρετσίνα είναι ένας σύντροφος μέθης: έχει διακριτική παρουσία, συνοδεύει θλίψη, αλλά και χαρά, περνάει απαρατήρητη η ένταση και η πληθώρα της (‘Πιάσε ακόμη μία!’) και στο τέλος αφήνει σ’ εσένα την πρωτοβουλία να σταματήσεις εγκαίρως ή όχι. Και κάτι τελευταίο, αλλά όχι έσχατο: είναι ακόμη ένα στοιχείο τής ιδιοπροσωπίας μας, της ελληνικότητάς μας, αν προτιμάτε. Άρα, εξ αντικειμένου, έχει τη συμπάθεια μας».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: