Στέφανος Τσιτσόπουλος, ο δημοσιογράφος
Μία κινηματογραφική σχέση από τα οικογενειακά τραπέζια και τις φοιτητικές μαζώξεις ώς τη «Δόμνα» και το «Τσινάρι» στην Άνω Πόλη, τη «Γιαννούλα» στην Κασσάνδρου, τις καντίνες όπου τρώνε τα συνεργεία στη Γιαννιτσών και τη Σταυρούπολη και τα καφενεία που βγάζουν και μεζέ στην Τούμπα ή τον Εύοσμο: η σχέση του Στέφανου Τσιτσόπουλου με τη ρετσίνα πέρασε από πολλά κύματα – όλα μοσχοβολούσαν σταφύλι και ρετσίνι.
Η ρετσίνα είναι η παράδοση και η κυτταρική μας μνήμη.
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ-ΠΟΛΥΕΡΓΑΛΕΙΟ.
Κάποιους ανθρώπους δύσκολα μπορείς να τους χαρακτηρίσεις με μία ιδιότητα. Όπως, για παράδειγμα, τον Στέφανο Τσιτσόπουλο. Δημοσιογράφος; Ναι. Συγγραφέας; Ασφαλώς. Ραδιοφωνικός παραγωγός; Οπωσδήποτε. Περιοδικατζής; Από τους λίγους τόσο καλούς. Πάνω απ’ όλα, όμως, flâneur, λάτρης των αστικών περιηγήσεων, αλλά και της ωραίας ζωής, εν γένει.
Ξέρουμε πολλά για τη ζωή και τα αγαπημένα τού Στέφανου. Άλλα τόσα, όμως, αγνοούμε. Όπως, για παράδειγμα, ποια είναι η σχέση του με τη ρετσίνα. Είναι κομμάτι των παιδικών ή των εφηβικών του αναμνήσεων; Τον παραπέμπει στα φοιτητικά του χρόνια; Την έχει συνδέσει με παθιασμένους έρωτες και ανεκπλήρωτα πάθη; Ο ίδιος κρατά όλες τις απαντήσεις. Με χαρά όμως τις μοιράζεται μαζί μας.
Η ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΜΑΣ ΜΝΗΜΗ.
«Στα οικογενειακά μας τραπέζια, οι τρεις αδελφές/θείες από την πλευρά τής μητέρας μου, μαζί με τους άνδρες και τα τέκνα τους (συν τη δική μας οικογένεια), έκαναν το σύνολο των συνδαιτυμόνων να βγαίνει πάντοτε δεκαοκτώ. Αυτά, επαναλαμβάνω, από το σόι τής μητέρας μου, επειδή, όταν στο παιχνίδι των εορτών και των αργιών έμπαινε και το σόι τού πατέρα μου (ήτοι: άλλες τρεις θείες/αδελφές και ένα κάρο ακόμη από πρώτα ξαδέλφια και ξαδέλφες), τότε το ιλιγγιώδες νούμερο των παριστάμενων ανέβαινε στους τριάντα δύο» εξηγεί ο Στέφανος Τσιτσόπουλος. «Λογικό δεν ήταν, επομένως, το αντάμωμά μας να συμβαίνει σε ταβέρνες ή σε θερινά εξοχικά κέντρα; Ουδείς συγγενής μου –ούτε κι εμείς– διέθετε κάτι σε σπίτι-άπλα/φιλόξενο ανάκτορο της δυναστείας των Γουίνδσορ, οπότε και ο θείος μου ο Τάκης (από την πλευρά τής μαμάς μου) δεν άνοιγε πανάκριβα κρασιά που τα είχε χρόνια φυλαγμένα στο κελάρι του: ‘Με τα ψάρια ούζο και με τα κρέατα ρετσίνα εμείς, οι μεγάλοι. Και, εννοείται, εσείς, μικρά (σ.σ.: εμείς), θα πιείτε μόνο Φάντα, Σπράιτ ή Κόκα Κόλα. Ξηγηθήκαμε;’».
Η συνέχεια γράφτηκε στα αμφιθέατρα: «Στα φοιτητικά μου χρόνια ήπια όσες ρετσίνες ήθελα να πιω τότε, αλλά μου τις απαγόρευαν, αλλά βάλτε και μερικούς τόνους ακόμη, ένεκα ταβέρνας, καθοδήγησης, επανάστασης και ωραίων κοριτσιών, που εμείς τις βλέπαμε σαν Ρόζες Λούξεμπουργκ, εκείνες εμάς σαν Μαγιακόφσι και όλα καλά – οπότε, ας μην επεκταθώ ως προς το τι πάει να πει ‘από τα καλά στα καλύτερα’. Πολλή ρετσίνα, επομένως, πολλή ταβέρνα, πολύ κέφι, πολλά λόγια και φιλιά, πολλά τσουγκρίσματα, ‘Εβίβα, ρεμπέτες’, ‘Πτυχίο, παιδιά’, ωραία χρόνια και καλά.
»Ο θείος Τάκης απεβίωσε, ο πατέρας μου επίσης, το ίδιο συνέβη και με τις περισσότερες θείες και θείους μου, με τα ξαδέλφια μου χαθήκαμε, τα σόγια γενικώς στη σημερινή Ελλάδα δεν είναι αυτά που ήταν κάποτε, αλλά κατά έναν διαολεμένο τρόπο η παράδοση συνεχίζεται. Όταν ρωτώ τον γιο μου ‘Πού θα πάτε;’, μου απαντά ‘Για ρετσίνες’ – κι ας πήρε πτυχίο κι αυτός. Το σπορ δεν κόβεται. Κάτι περίεργο συμβαίνει με αυτό το ποτό, αλλά και κάτι καθ’ όλα εξηγήσιμο: είναι η παράδοση και η κυτταρική μας μνήμη».
Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ.
Τα τελευταία χρόνια, αυτό το καθ’ όλα ελληνικό κρασί επανεφευρίσκεται από δημιουργικούς οινοποιούς, με έμφαση στην ποιότητα της πρώτης ύλης και στην υψηλού επιπέδου οινοποίηση. Τι γνώμη έχει γι’ αυτές τις next gen ρετσίνες ο γνωστός δημοσιογράφος; «Δεν έχω γνώμη και δεν μπορώ να εκφέρω άποψη ως προς τους τολμηρούς και χαρισματικούς έλληνες οινοποιούς που λέτε, επειδή δεν δοκίμασα τα νέα ‘χαρμάνια’» ομολογεί. «Από την άλλη, όμως, δεν σνόμπαρα ποτέ την παραδοσιακή ρετσίνα, ειδικά το καλοκαίρι, που παγωμένη μού προκαλεί πάντοτε την ίδια μέθεξη με την αφρισμένη μπίρα».
«ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΜΟΥ, ΜΕΓΑΛΗ ΡΕΤΣΙΝΟΜΑΝΑ».
Κι αν ζει τα τελευταία χρόνια (αναγκαστικά, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων) στην ξελογιάστρα την Αθήνα, ο Στέφανος Τσιτσόπουλος κρατά σταθερή επαφή με τη δεύτερη πατρίδα του, τη Θεσσαλονίκη (η πρώτη είναι η Ξάνθη). Αυτό σημαίνει επαφή και με την καθ’ ημάς κουλτούρα τής ρετσίνας.
«Μερακλίδικη, αλλά ταπεινή θα παραμένει πάντα η ρετσίνα» εξηγεί. «Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη, αιώνια φοιτητούπολη και φτωχομάνα με υψηλούς δείκτες ανεργίας, καλώς ή κακώς θα είναι πάντοτε το ποτό που θα το προτιμούν όσοι συχνάζουν στις ταβέρνες ‘Δόμνα’ και ‘Τσινάρι’ στην Άνω Πόλη, στη ‘Γιαννούλα’ στην Κασσάνδρου, στις καντίνες όπου τρώνε τα συνεργεία στη Γιαννιτσών και τη Σταυρούπολη και στα καφενεία που βγάζουν και μεζέ στην Τούμπα ή τον Εύοσμο. Είδατε εσείς να υπάρχει τόσα χρόνια σομελιέ ρετσίνας, όταν σήμερα τρεντάρει η ειδικότητα ‘σομελιέ νερού’;». Μάλλον δίκιο έχει…
«ΡΕΤΣΙΝΑ ΚΙ ΑΓΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ».
«Η ρετσίνα είναι ένα κρασί. Μιλώντας, λοιπόν, για κρασί, ποιον ρόλο πιστεύετε ότι διαδραματίζει στην καθημερινότητά μας; Στις στιγμές τής παρέας και της μοναξιάς, της χαράς και της λύπης, της εξωστρέφειας και της εσωτερικότητας;» ρωτάμε τον Στέφανο Τσιτσόπουλο. «Με την παρέα, αναφανδόν!» απαντά. «Μόνο με παρέα και τσουγκρίσματα πάει η ρετσίνα. Για μοναξιές και εσωτερικότητες υπάρχουν τα καπνιστά ουίσκια και τα πεπαλαιωμένα ρούμια (μιλώ προσωπικά). Όμως, για τα γλέντια, τα ανταμώματα, τα ταξίδια στα νησιά ή τα χειμωνιάτικα τσιμπούσια στον Χορτιάτη ή τη Φλώρινα, ρετσίνα και άγιος ο Θεός, ρετσίνα μόνο κι ο καλός χαμός».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: