Ναυσικά Γκράτζιου, η δημοσιογράφος
Με σπουδές Νομικής και μια μακρά καριέρα στον Τύπο, η θεσσαλονικιά δημοσιογράφος και ηγερία τής φλανερί ανακαλεί τη ρετσίνα ως «σπονδή» στις φοιτητικές αναμνήσεις της, όπου το αγαπημένο κρασί ήταν το «εθνικό ποτό» τής παρέας στα «Κουμπαράκια», στη «Δόμνα», στο «Μπαγκλαντές» στο Καλοχώρι και όπου έφτανε η χάρη τής ομήγυρης.
Η ρετσίνα είναι για εμένα η αιώνια εικόνα τής χαμογελαστής Ελλάδας που αγαπώ. Είναι η προσωποποίηση του Διονύσου, του πιο χαρούμενου θεού που εκφράζει τη φύση, τον έρωτα, την ελευθερία, τη χαρά. Στην καθημερινότητά μου (αν και δεν υπάρχει πια το αλκοόλ, από επιλογή), αν θελήσω να κάνω μια ωραία παρασπονδία, με ρετσινούλα θα την κάνω, για τη διαύγεια και το ‘πιπέρισμά’ της.
ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ…
Κάποιοι θα περιέγραφαν τον flâneur ως «ονειροβάτη φιλόσοφο». Ως τον αποστασιοποιημένο παρατηρητή μιας αστικής καθημερινότητας, ο οποίος δηλώνει αιώνια ερωτευμένος με την ουσία τής πόλης – τους δρόμους, τα καφενεία και τα εστιατόριά της, τα μαγαζιά, τους κινηματογράφους, τα ξενοδοχεία, τα μουσεία της. Ίσως ακόμη καλύτερα τον περιγράφει ο Μποντλέρ: «Είναι ο τύπος που βγαίνει από την απομόνωση και αναμειγνύεται με τον κόσμο. Για τον κάτοικο της πόλης, το ανώνυμο πλήθος δεν είναι ανταγωνιστής, αλλά ερωτικό αντικείμενο. Αυτός που παντρεύεται εύκολα το πλήθος γνωρίζει πυρετώδεις απολαύσεις, που θα τις στερείται αιώνια ο εγωιστής».
Ένας τέτοιος αστικός περιπατητής είναι και η δημοσιογράφος Ναυσικά Γκράτζιου – ένα πνεύμα ανήσυχο, μια Θεσσαλονικιά που αγαπά να περιπατεί στην πόλη της, να γνωρίζει τα άγνωστα και να ξαναγνωρίζει τα γνωστά της. Μία τέτοια προσωπικότητα σίγουρα δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει τη σημασία τής ρετσίνας στην τοπική ιστοριογραφία.

ΔΙΑΥΓΕΙΑ ΚΑΙ «ΠΙΠΕΡΙΣΜΑ».
«Η ρετσίνα είναι για εμένα η αιώνια εικόνα τής χαμογελαστής Ελλάδας που αγαπώ» εξηγεί η ίδια. «Είναι η προσωποποίηση του Διονύσου, του πιο χαρούμενου θεού που εκφράζει τη φύση, τον έρωτα, την ελευθερία, τη χαρά. Στην καθημερινότητά μου (αν και δεν υπάρχει πια το αλκοόλ, από επιλογή), αν θελήσω να κάνω μια ωραία παρασπονδία, με ρετσινούλα θα την κάνω, για τη διαύγεια και το ‘πιπέρισμά’ της. Αλλά και ως σπονδή στις φοιτητικές αναμνήσεις μου, όπου η ρετσίνα ήταν το ‘εθνικό ποτό’ τής παρέας μας, στα ‘Κουμπαράκια’, στη ‘Δόμνα’, στο ‘Μπαγκλαντές’ στο Καλοχώρι και όπου έφτανε η χάρη μας. Γενιές και γενιές τής Νομικής Θεσσαλονίκης με ρετσίνα γαλουχηθήκαμε, γι’ αυτό και τα λέμε ωραία».
ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΠΑΡΟΥΣΑ
«Η ρετσίνα υπήρχε πάντοτε στη ζωή τής οικογένειας – και κάθε οικογένειας, υποθέτω» συμπληρώνει η γνωστή δημοσιογράφος. «Έχω εικόνες από τα μπουκάλια τής ‘Μαλαματίνας’ και από τη νταμιτζάνα με το χύμα ρετσινάτο, από τραπέζια οικογενειακά και γλέντια των γονιών μας, όπου οι μεγάλοι έπιναν και μεράκλωναν και οι μικροί βαριόμασταν και, για να διασκεδάσουμε την πλήξη μας, κάναμε διάφορες μίξεις με βάση τη ρετσίνα, προσθέτοντας μέσα μουστάρδα, ξύδι και αλατοπίπερο, προσπαθώντας να ξεγελάσουμε κάποιον μεγάλο, ώστε να πιει το ανοσιούργημά μας – ευτυχώς, ουδέποτε ‘τσίμπησε’ κάποιος… Κάποτε την αναμειγνύαμε και με Coca Cola, δημιουργώντας –χωρίς να το ξέρουμε τότε– το πρώτο κοκτέιλ, το ‘Τούμπα-λίμπρε’, αγαπημένο ποτό των φιλάθλων τού ΠΑΟΚ την σήμερον. Φως, διαύγεια, χαρά τής ζωής: αυτά μου έρχονται στο μυαλό, όταν σκέφτομαι τη ρετσίνα. Χαρούμενα πράγματα. Και ταβερνάκια με κισσούς και μεγάλα κρασοβάρελα σε δροσερές ανηφοριές. Και τις ‘Ρετσίνες τού βασιλιά’ τού αγαπημένου μου γείτονα, του Ισίδωρου Ζουργού. Η πρώτη εικόνα που ανακαλώ είναι η παλιά ψαροταβέρνα τού ‘Ζαμπέτογλου’ στην Καλαμαριά, αγαπημένο στέκι τού πατέρα μου και των φίλων του. Είχε μια μεγάλη αυλή και μια ωραία κληματαριά. Δεν ξέρω τι υπάρχει σ’ εκείνο το σημείο σήμερα».
Η ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΡΕΤΣΙΝΑΣ
Στην πορεία των τελευταίων δεκαετιών η ρετσίνα ταυτίστηκε με τη Θεσσαλονίκη, που μετεξελίχθηκε σε κέντρο όχι μόνο παραγωγής ποιοτικής ρετσίνας, αλλά και κατανάλωσής της. Ζητάμε από τη Ναυσικά Γκράτζιου να μοιραστεί μαζί μας την αίσθησή της – με ποιο κομμάτι τής θεσσαλονικιώτικης κουλτούρας συνδέει το αγαπημένο κρασί;
«Αν πρέπει να ονοματίσω μια πληθυσμιακή ομάδα που συνδέεται με τη ρετσίνα, αυτή θα ήταν η φυλή των χαρούμενων ανθρώπων. Χωρίς άλλες διακρίσεις» απαντά. Και μας φτάνει ως απάντηση. Λύσαμε το «ποιος», εκκρεμεί όμως το «πότε». Αλήθεια, πότε θα ήταν η καλύτερη στιγμή, για να απολαύσει κάποιος ένα ποτήρι δροσερής ρετσίνας; Η Ναυσικά Γκράτζιου έχει ξεκάθαρη άποψη: «Έχουν ειπωθεί, γραφτεί και τραγουδηθεί τόσο πολλά για τη ρετσίνα και τα σχετικά με αυτήν, ήδη από τον αρχαίο Ανακρέοντα μέχρι και σήμερα, που επιλέγω να χρησιμοποιήσω στίχους από ένα παλιό ρετσινοτράγουδο που τραγούδησε ο Ορέστης Μάκρης όταν ήταν ακόμη τενόρος, πολύ πριν δοξαστεί με τον ‘Μπεκρή’: ‘Με μία γουλιά, ρετσίνα μου, τον κόσμο ξεχνώ, κυρά μου/ σαν σε γευτώ, τσαχπίνα μου, μου διώχνεις την ακεφιά μου’».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: