Λένα Καλλίδου, η αρτοποιός
Αν υπάρχει κάτι στην κατηγορία των αρτοποιημάτων που φαντάζει πραγματικά τρελό (χωρίς υπερβολή) για να το παρασκευάσεις, αλλά στην πορεία αποδεικνύεται απίστευτα γευστικό, όταν το δοκιμάσεις, τότε σίγουρα πρόκειται για μια δημιουργία τής Λένας Καλλίδου. Από βασιλόπιτα μουσακά και λαγάνα με γεύση ντολμαδάκια μέχρι κρουασάν καρμπονάρα. Και μπορεί να μην έχει δημιουργήσει (ακόμη…) κάτι που να περιέχει ρετσίνα, η ίδια όμως έχει συνδέσει πολλές από τις πιο ωραίες αναμνήσεις της με αυτήν.
ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ «ΔΕΜΕΣΤΙΧΑ».
Ο φούρνος τής Λένας Καλλίδου (και του συζύγου της) βρίσκεται στην οδό Μάρκου Μπότσαρη. Παρότι μπορείς να βρεις όλα τα κλασικά αρτοποιήματα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσεις γιατί η ονομασία του είναι «Το καλύτερο κρουασάν τής πόλης». Αρκεί να κάνεις μια τυχαία επιλογή, να δαγκώσεις και να χαθείς στην απόλαυση.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου εμπειρία με ρετσίνα…» αρχίζει να εξιστορεί η Λένα Καλλίδου. «Θυμάμαι ότι ήμουν πολύ μικρή, γύρω στα δεκατρία. Ήταν κάπου ανάμεσα στο 1980-1985, στο Καραμπουρνάκι, σε δύο φημισμένα μαγαζιά τής εποχής, τον ‘Καρεκλά’ και τον ‘Βουτυρά’, όπου πήγαινα με τον πατέρα μου. Ήταν με Δεμέστιχα, η οποία ήταν κάτι ενδιάμεσο σε κρασί και ρετσίνα, που μετά από λίγο καιρό εξαφανίστηκε από την αγορά. Φυσικά, μηφανταστείτε ότι έπινα –κυριολεκτικά– ρετσίνα. Στην πραγματικότητα, ο πατέρας μου μού έβρεχε τα χείλη, για να μη μου χαλάσει το χατίρι και για να ικανοποιήσω την επιθυμία μου να τη δοκιμάσω. Θυμάμαι το παγωμένο μπουκάλι, τον παππού που περνούσε και πουλούσε τα αμύγδαλα, τους πλανόδιους με τους λαχνούς, τα λούτρινα αρκουδάκια και τις κορδέλες με τις σοκολάτες και τις σοκοφρέτες. Όλα αυτά συνθέτουν εκείνη την υπέροχη εικόνα. Μια άλλη εμπειρία τής εποχής ήταν οι χοροί, στους οποίους θυμάμαι να πηγαίνω με τον πατέρα μου, με τη Δεμέστιχα (πάλι) πάνω στο τραπέζι. Πάντως, θυμάμαι και την ατάκα που έλεγαν τότε: ‘Μη μεθύσεις με Δεμέστιχα. Είναι ό,τι χειρότερο…’».
ΜΟΣΧΟΒΟΛΙΑ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ.
Οι αναμνήσεις τής αρτοποιού διαδέχονται με καταιγιστικούς ρυθμούς η μία την άλλη και συνδέονται με διαφορετικές περιοχές τής Θεσσαλονίκης. «Στην οδό Επταλόφου υπήρχε ένα καφενείο-ποτοπωλείο που είχε ρετσίνα από δρύινα βαρέλια και πήγαινες εσύ τον δικό σου μεζέ. Νομίζω ότι το έλεγαν ‘Κρητικός’» αναπολεί η Λένα Καλλίδου. «Έμπαινες μέσα και μοσχοβολούσε ο τόπος ρετσίνα. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ αυτήν τη μυρωδιά. Νομίζω ότι την έφερναν από μια περιοχή από την Αθήνα – μάλλον από το Μαρκόπουλο. Οι παλιοί Τουμπιώτες πήγαιναν την ρέγγα τυλιγμένη στην λαδόκολλα, το τυράκι και τις ελίτσες και αυτός έβαζε μόνο τη ρετσίνα. Και έλεγαν τις ιστορίες τους… Μόλις έβγαλα δίπλωμα, θυμάμαι να με στέλνει ο πατέρας μου να αγοράζω νταμιτζάνες με ρετσίνα. Και θυμάμαι να ζω αυτήν την ιστορία πολλές φορές. Όχι μία και δύο, αλλά περισσότερες από πενήντα…Λίγο πιο πέρα ήταν ο Κραβαρίτης, που είχε σούβλες και ωραία ρετσίνα. Νομίζω ήταν στο Παπάφειο, από την πίσω πλευρά. Ακόμη θυμάμαι τις θεσπέσιες μπριζόλες σούβλας…».
Ποια ήταν, όμως, εκείνη η χρονική στιγμή που ένιωσε ότι η ρετσίνα άρχισε να φεύγει από το προσκήνιο; «Όταν κάποια στιγμή η Θεσσαλονίκη άρχισε να γεμίζει μπαράκια» σημειώνει με έμφαση η Λένα Καλλίδου. «Ο κόσμος άρχισε να παραγγέλνει εμφιαλωμένο κρασί ή στράφηκε προς τα ξένα ποτά – βότκα, τζιν, μοχίτο, άπερολ και ό,τι άλλο υπάρχει που δεν το γνωρίζω. Δεν μπορούσες να πας στο μπαρ και να πάρεις ρετσίνα. Και έτσι την κρατούσαμε μόνο για τις στιγμές με πιο ‘παραδοσιακό’ φαγητό. Με τον μπακαλιάρο, την 25η Μαρτίου, και στις εξόδους μας σε διάφορα κουτουκάκια. Στηχρυσή εποχή τού Άρη στο μπάσκετ, επί Γκάλη και Γιαννάκη, φεύγαμε από το Παλαί ντε Σπορ με τη βέσπα και πηγαίναμε με τον πατέρα μου στον ‘Τσαρούχα’ και στον ‘Λευτέρη’ –πουέκλεισε–, γιανα φάμε πατσά και να πιούμε ρετσίνα».
«ΘΑ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΤΗ ΜΑΘΕΙ Η ΝΕΟΛΑΙΑ…».
Έχοντας τόσο πλούσιες αναμνήσεις από τη ρετσίνα, ποια βλέπει να είναι η θέση της στη σημερινή εποχή – καιειδικά στη νέα γενιά, που δεν είχε την ευκαιρία να τη γνωρίσει στις δόξες της; «Η νεολαία δεν πίνει ρετσίνα» εκτιμά η αρτοποιός. «Τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη. Έχω δει όμως τη νεολαία στα γειτονικά χωριά να πίνει. Γιατί, όμως, πίνει; Επειδή πίνει πραγματική ρετσίνα, αλλά και διότι είναι και πιο οικονομική. Δεν σας κρύβω ότι έτυχε να αγοράσω εμφιαλωμένη από σούπερ μάρκετ, που δεν μου άρεσε καθόλου. Η δική μου γενιά, πενήντα και κάτι, την έχει συνδέσει με τη νταμιτζάνα. Θα ήθελα λίγη περισσότερη διαφήμιση. Θα ήθελα να τη μάθει η νεολαία. Έχει περάσει από πολλές γενιές. Και πριν από τον πόλεμο και μετά τον πόλεμο. Η γιαγιά μου έπινε, ο παππούς μου έπινε, μετά οι γονείς μου, τώρα εγώ. Έχει συνδυαστεί με χαρές και λύπες. Σε ένα τραπέζι γάμου ή μιας βάπτισης, αλλά και σε ένα τραπέζι με πένθιμο χαρακτήρα, όπως σε μια κηδεία ή ένα μνημόσυνο. Συνδέεται με γεγονότα, με την ιστορία μας, με εμάς τους ίδιους».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: