Λάζαρος Πάντος, ο ζωγράφος
Αν διάβαζε κάποιος το βιογραφικό σημείωμα του Λάζαρου Πάντου, με τις σπουδές στη ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και τη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Λονδίνο, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι η σχέση του με τη ρετσίνα, ένα αμιγώς ελληνικό και, για κάποιους, λαϊκό ποτό θα ήταν μάλλον πλατωνική. Μόνο που η υπόθεση αυτή θα ήταν εσφαλμένη. Τα αρχαιοελληνικά πρότυπα δεν επηρέασαν απλώς την τέχνη του, αλλά και την καθημερινότητά του.
Στα φοιτητικά μας χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση να μην υπάρχει η ρετσίνα στα τραπέζια μας. Ωραίες εποχές, με μνήμες από τη γεύση και τη μυρωδιά τής ρετσίνας και των ερώτων.
ΑΠΟΚΟΣΜΗ ΟΜΟΡΦΙΑ.
Μπαίνοντας στον χώρο τού Λάζαρου Πάντου, στον αριθμό 17 τής οδού Μακεδονικής Αμύνης, βγάζεις ασυναίσθητα ένα επιφώνημα θαυμασμού. Ακόμη κι αν δεν έχεις κάποια ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη, δεν μπορείς να μη μαγευτείς από την ομορφιά των αντικειμένων. Τα περισσότερα, δικά του. Κάποια, συνεργατών του – όπως, για παράδειγμα, του γλύπτη Στέλιου Μερτζανίδη. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε κάποια πτέρυγα μουσείου. Βλέπεις την προτομή τής Νεφερτίτης και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο Neues Museum, στο Βερολίνο. Θαυμάζεις το πορτρέτο τού άνδρα με τα σγουρά μαλλιά από τη ρωμαϊκή περίοδο της Αιγύπτου και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο Βρετανικό Μουσείο, στο Λονδίνο. Νιώθεις την ανάγκη να τα περιεργαστείς ένα ένα. Και αναρωτιέσαι: ποια μπορεί να είναι η σχέση ενός τέτοιου ανθρώπου με τη ρετσίνα;
«Πιστεύω ότι η ρετσίνα κατέχει την πρώτη θέση στα ελληνικά τραπέζια» τονίζει με έμφαση ο ζωγράφος. «Συντροφεύεται σχεδόν πάντοτε με εδέσματα – κυρίως ψάρια και χωριάτικη σαλάτα. Η προσθήκη αυτής της μυρωδιάς πεύκου-ρετσίνης είναι που την κάνει εθιστική. Παλαιότερα, στα φοιτητικά μας χρόνια, δεν υπήρχε περίπτωση να μην υπάρχει η ρετσίνα στα τραπέζια μας. Ωραίες εποχές, με μνήμες από τη γεύση και τη μυρωδιά τής ρετσίνας και των ερώτων».
Η «REZINÉ» ΤΗΣ «ΚΑΛΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.
Συνεχίζοντας την περιήγηση, διαπιστώνεις ότι περίοπτη θέση στα έργα του έχουν τα πορτρέτα Φαγιούμ. Πρόκειται για προσωπογραφίες σε ξύλο που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο ώς τον 3ο αιώνα, την περίοδο της ρωμαϊκής παρουσίας στην Αίγυπτο, τα οποία προορίζονταν κυρίως (όχι όμως πάντοτε) για ταφική χρήση από εύπορους πολίτες. Πήραν την ονομασία τους από την όαση Φαγιούμ, στην οποία ανακαλύφθηκαν τα πρώτα δείγματά τους. Ο Λάζαρος Πάντος πραγματοποίησε σχετική εργασία στο Μουσείο τού Καΐρου, όπου συνέγραψε και διδακτορικό για την ιστορία τους. Χρειάστηκε να επισκεφθεί την Αίγυπτο αρκετές φορές και να παραμείνει σ’ αυτήν για μεγάλα διαστήματα. Εκείνη την περίοδο γνώρισε και τον μεγάλο ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη, η επιρροή τού οποίου είναι εμφανής στα μετέπειτα έργα του.
Για τον Λάζαρο Πάντο, η ρετσίνα ξυπνά και αναμνήσεις: «Όπως έλεγε και η μητέρα μου, θυμάμαι τη μεταπολεμική εποχή. Η καλή κοινωνία άκουγε ρεμπέτικα και έπινε ρετσίνα – την αποκαλούσε ‘reziné’. Σήμερα η ίδια ρετσίνα έχει ραφιναριστεί πολύ. Και, κρατώντας την παράδοση, έχει αποκτήσει μια μοναδική γεύση: ήπια, γευστική και πολύ εθιστική».
ΑΡΩΜΑ «ΚΛΑΣΙΚΗΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.
Διαπιστώνεις ότι σε διάφορα σημεία τού χώρου βρίσκονται πορτρέτα αγωνιστών τής ελληνικής επανάστασης. Ο Λάζαρος Πάντος δημιούργησε περισσότερα από 80 πορτρέτα, στο πλαίσιο των εορτασμών για τη 200ή επέτειο της ελληνικής παλιγγενεσίας – κάποια από αυτά εκτέθηκαν και στο εξωτερικό, ώς και στο Νέο Δελχί. Ξέρεις ότι όλοι αυτοί οι ήρωες που απεικονίζονται ήταν και αυτοί άνθρωποι, οι οποίοι είχαν τη δική τους καθημερινότητα, έτρωγαν κι έπιναν στις χαρές και στις λύπες τους. Και μετά σκέφτεσαι τη δική σου καθημερινότητα, τη δική σου πόλη. Είναι «δεμένη» η Θεσσαλονίκη με τη ρετσίνα και τις παρέες; «Ναι, όντως με τη Θεσσαλονίκη –και πάντοτε στο αντάμωμα της παρέας– η κλασική φράση/προτροπή είναι ‘Πάμε για κανένα ψαράκι και ρετσίνα’;» συμπληρώνει ο καταξιωμένος ζωγράφος. «Και πάντοτε προϋποθέτει λιακάδα, παραλία, φλερτ. Και δώσ’ του τα γεμίσματα στα ποτήρια… Εβίβα! Κι από κοντά ο βακαλάος σκορδαλιά με καυτερή πιπεριά και η ρετσίνα με σόδα».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: