Βαρβάρα Δουμανίδου, η σκηνοθέτις
Πώς το αγαπημένο κρασί αποτελεί για τη γνωστή δημιουργό ένα «διαβατήριο» για το νεοελληνικό θέατρο του Μουρσελά και του Κεχαΐδη.
Το κρασί είναι πάντοτε εκεί, για να σφραγίσει κάτι. Να μας γεμίσει ή να μας αδειάσει. Να μας θυμίσει ή να μας κάνει να ξεχάσουμε. Όλοι μας περπατάμε στους δρόμους τού κρασιού, που μας ενώνουν με τον θεϊκό μας εαυτό.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ – ΣΚΗΝΗ 1η.
Το φαγητό και το ποτό αποτελούν δύο από τα πλέον σίγουρα «διαβατήρια» επιστροφής σε προηγούμενες περιόδους τής ζωής μας – ίσως ακόμη και σε μεμονωμένες στιγμές που μας στιγμάτισαν. Μια γεύση ή μια μυρωδιά αποτελεί τις περισσότερες φορές το ασφαλέστερο εργαλείο, για να ανακαλέσουμε το παρελθόν – ένα αντανακλαστικό «άνοιγμα» ενός παραθύρου στο πριν.
Ρωτάμε τη σκηνοθέτιδα Βαρβάρα Δουμανίδου για τις δικές της ανακλήσεις, για τις στιγμές τής ζωής της που φέρνει στην επιφάνεια ένα ποτήρι ρετσίνας: «Είναι γεγονός ότι ρετσίνα είχα να πιω εδώ και πολλά χρόνια» απαντά. «Και είναι επίσης γεγονός ότι το συγκεκριμένο είδος κρασιού το έχω συνδέσει με τα νεανικά μου χρόνια, σε σχολικές κοπάνες και υπαίθρια πάρτι και, αργότερα, σε ταβέρνες με φίλους, σε ρεμπετάδικα, στον έναν και μοναδικό ποδοσφαιρικό αγώνα που πήγα στη ζωή μου. Υπήρχε πάντοτε κάτι λαϊκό στη ρετσίνα – ίσως ακόμη και το όνομά της να μου θύμιζε πάντοτε νεοελληνικό θέατρο του Μουρσελά και του Κεχαΐδη. Κάτι εύκολο και προσιτό. Μου θυμίζει και κάτι από τις παρέες των γονιών μου. Πιάτα με πατάτες τηγανητές και ψαράκια και μισογεμάτα ποτήρια ρετσίνας σε ένα καλοκαιρινό βραδινό τραπέζι δίπλα στη θάλασσα. Και γέλια. Και ξεγνοιασιά. Μου θυμίζει και τις γιορτές τής νεολαίας τού ΠΑΣΟΚ στα γρασίδια τής παραλίας, με τα πράσινα φωσφορούχα φαναράκια και τα σάντουιτς με λουκάνικο και τον Θεοδωράκη στα ηχεία».

ΓΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΗ.
Κι όμως: αυτό το χωροχρονικό «διαβατήριο» παρέμενε επί μακρόν κλεισμένο στο «χρονοντούλαπο» της ιστορίας – μια απόλαυση στα όρια της ενοχής, στιγματισμένη από αστοχίες δεκαετιών. Οι αδικοπραξίες πολλών ετών κόντεψαν να αφαιρέσουν από αυτό το εμβληματικό κρασί τη λάμψη των δύο στοιχείων που αποτελούν την ίδια του την ψυχή: του αμπελιού και του πεύκου. Ευτυχώς, αυτό αλλάζει μέρα με τη μέρα – μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις είναι οι επισκέπτες τής Ελλάδας από το εξωτερικό που πρωτοστατούν σ’ αυτήν την αναγέννηση.
«Διαπίστωσα κι εγώ την αλλαγή στην πορεία τής ρετσίνας» σχολιάζει η καταξιωμένη σκηνοθέτις. «Μέχρι τώρα πίστευα ότι ήταν ξεχασμένη στο χρονοντούλαπο των νεανικών μας χρόνων, αλλά βλέπω ολοένα και περισσότερες παρέες να συνοδεύουν το φαγητό τους με ρετσίνα. Λόγω επαγγελματικής διαστροφής, μου αρέσει να παρατηρώ τους ανθρώπους σε διάφορες στιγμές τους – τα εστιατόρια και τα καφέ είναι ο τόπος όπου ‘απολαμβάνω’ να γίνομαι αδιάκριτη. Νομίζω ότι οι τουρίστες είναι εκείνοι που την προτιμούν ιδιαιτέρως. Τους αρέσει που είναι κάτι ντόπιο, κάτι που δεν μπορούν, ίσως, να δοκιμάσουν στη χώρα τους και φαντάζομαι ότι τους φαίνεται πολύ γοητευτικό αυτό. Θυμάμαι το περασμένο καλοκαίρι, όταν μια παρέα Γερμανών στο διπλανό τραπέζι παρήγγειλε ρετσίνα, να λέμε με την παρέα μου: ‘Πω, πω, πόσο καιρό έχουμε να πιούμε ρετσίνα;’. Παραγγείλαμε και, με την πρώτη γουλιά, ταξιδέψαμε πίσω στα παιδικά μας χρόνια: καλοκαιρινά βράδια, ταβέρνα με χαλίκια και χρωματιστές λάμπες, χάρτινα τραπεζομάντιλα, ο Νταλάρας κάπου στο βάθος να τραγουδά Κουγιουμτζή κι εμείς να πίνουμε στα κρυφά γουλιές από τα ποτήρια με ρετσίνα των γονιών μας. Ωραία ανάμνηση».
ΕΔΩ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.
Αν η ζωή είναι ένα σκηνικό, η ρετσίνα είναι για κάποιους ένα από τα props της – ένα από εκείνα τα αντικείμενα που «ντύνουν» τις στιγμές μας, δίνοντάς τους βάθος, αληθοφάνεια, άρωμα και γεύση. Σε ποιες «σκηνές» τού αστικού «θεάτρου» τής Θεσσαλονίκης θα περιλάμβανε η Βαρβάρα Δουμανίδου τη ρετσίνα;
«Παρατηρώ τους εργάτες στο διάλειμμά τους να πίνουν ρετσίνα από το μπουκάλι, ωραίους ηλικιωμένους τύπους με το τάβλι στα καφενεία, φοιτητές στην εκκλησία τής Αγίας Σοφίας με ένα μπουκάλι ρετσίνα στο πεζούλι, βράδυ καλοκαιριού στο κάμπινγκ, με μία μπουκάλα χωμένη στην άμμο» απαντά. «Είναι εύκολη η ρετσίνα. Είναι εκεί, είναι προσβάσιμη. Αν ξεμείνεις από κρασί, τη βρίσκεις και σ’ ένα περίπτερο. Εγώ χαίρομαι που πράγματα, ιδέες και καταστάσεις, που θεωρούνταν ‘πασέ’ και ‘ντεμοντέ’ επιστρέφουν και παίρνουν ξανά τη θέση τους στη ζωή μας. Και, φυσικά, εννοώ τα πράγματα, τις ιδέες και τις καταστάσεις που είναι φτιαγμένες από καλά υλικά. Που είναι φτιαγμένες από αγάπη». Και το κρασί; Είναι ένα από τα υλικά από τα οποία φτιάχνεται η αγάπη; «Το κρασί είναι τόσο παλιό όσο είναι και ο άνθρωπος» υποστηρίζει η Βαρβάρα Δουμανίδου. «Από τον Διόνυσο ώς τον Χριστό, η σημασία του είναι τόσο συμβολική όσο και απτή. Από τον Οίνο τού Βάκχου (τον άκρατο και κεκραμένο) μέχρι τα σημερινά, άπειρα είδη, το κρασί παραμένει θεϊκό δώρο. Όπως ο Προμηθέας μάς αποκάλυψε το δώρο τής φωτιάς έτσι και οι Θεοί μάς χάρισαν το δώρο τής απόλυτης απόλαυσης. Όλοι μας έχουμε ανοίξει ένα μπουκάλι σε έναν χωρισμό μας, σε μια δύσκολη μέρα, στη γιορτή ενός φίλου, σε μια προαγωγή, σε μια γέννηση. Το κρασί είναι πάντοτε εκεί, για να σφραγίσει κάτι. Να μας γεμίσει ή να μας αδειάσει. Να μας θυμίσει ή να μας κάνει να ξεχάσουμε. Όλοι μας περπατάμε στους δρόμους τού κρασιού, στους δρόμους που μας ενώνουν με τον θεϊκό μας εαυτό».
Επίλεξε το ενδιαφέρον που θέλεις και ανακάλυψε τη διαδρομή που ταιριάζει σε αυτό: