Ιστορία
Η ρετσίνα (ο ρητινίτης οίνος των αρχαίων) ξεκίνησε την πορεία της κατά την Προϊστορική Περίοδο έχοντας μια εικόνα και έναν ρόλο πολύ διαφορετικό σε σχέση με ό,τι γνωρίζουμε σήμερα. Η χρήση της ρητίνης (ρετσίνι) στην οινοποίηση είναι πολύ παλαιότερη απ’ όσο πιστευόταν μέχρι σήμερα (από το 5400 π.Χ., πριν από περίπου 7.500 χρόνια).Τα πρώτα δείγματα ρητινίτη οίνου συμπίπτουν με τα πρώτα δείγματα οινοποίησης στην περιοχή της εύφορης ημισελήνου, στη Μέση Ανατολή, εκεί όπου ξεκίνησε η καλλιέργεια της αμπέλου. Η χρήση ρητίνης στην οινοποίηση παρατηρείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην περιοχή της Κρήτης (2200 π.Χ.).Εκτός από ρητίνη Χαλέπιας Πεύκης, στην οινοποίηση χρησιμοποιούνταν ρητίνες από διάφορα δέντρα και θάμνους (τερέβινθος, αστύρακας, σχίνος κ.ά.).Ήταν συχνή η ανάμιξη ρητινίτη οίνου με βότανα, αλλά και άλλα ποτά, όπως η μπίρα. Πολύ πριν από την ανερχόμενη σύγχρονη τάση, οι ρητινίτες οίνοι αποτέλεσαν κατά την Προϊστορική Περίοδο τη βάση για τα πρώτα «κοκτέιλ» με κρασί. Οι ρητινίτες οίνοι θεωρούνταν είδη πολυτελείας και διακινούνταν στο πλαίσιο διεθνούς εμπορίου, για κατανάλωση από τις ελίτ της Ανατολικής Μεσογείου.
Η ρετσίνα είναι ένα παραδοσιακό ελληνικό κρασί που παράγεται συνεχώς από το 5400 π.Χ. Είναιγνωστό ότι στην αρχαιότητα η κατανάλωση κρασιού με χαμηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ αποτελούσε βασικό συστατικό κοινωνικών συναθροίσεων και μέσο για την ενίσχυση δεσμών μεταξύ των μελών μιας κοινότητας. Ωστόσο, με βάσηευρήματα διατυπώνεται, επιπλέον, η βάσιμη υπόθεση ότι οι ρητινίτες οίνοι, χάρη στον ιδιαίτερο και εξωτικό χαρακτήρα και την υψηλή αξία τους, πρέπει να ήταν μέρος ενός τελετουργικού υποδοχής και φιλοξενίας υψηλών προσώπων τόσο στα μινωικά όσο και στα μυκηναϊκά ανάκτορα. Επιπλέον, η κατανάλωση ρητινίτη οίνου σε ανακτορικά κέντρα αναδεικνύει και τον ιδιαίτερο ρόλο που είχε αυτό το κρασί ως μέσο έκφρασης μιας ανώτερης κάστας. Πράγματι, καθώς η κατανάλωση εξωτικών προϊόντων (συνεπώς, πολύτιμων προϊόντων), όπως επίσης και η πρόσβαση σε αυτά, ήταν δύσκολη, είναι πολύ πιθανό να λειτουργούσε ως εργαλείο κοινωνικής ανέλιξης ή και ως στοιχείο επίδειξης. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι το κρασί δεν δινόταν ποτέ ως σιτηρέσιο σε άτομα χαμηλής κοινωνικής στάθμης. Επομένως, η ρετσίνα, ως ένα ξεχωριστό κρασί, θα πρέπει να ήταν ένδειξη ακόμη πιο υψηλής κοινωνικής θέσης.
Η αποκάλυψη της χρήσης ρητινίτη οίνου σε θρησκευτικές τελετές, όπως αναφέρθηκε ήδη, αποτελεί ακόμη μία ένδειξη της χρήσης αυτού του τύπου οίνου ως μέσου για την επίτευξη κοινωνικής συνοχής, κατέχοντας ωστόσο πάντοτε εξέχουσα θέση.
Άλλο ένα στοιχείο που αφορά στη χρήση της ρητίνης στην οινοποίηση έχει να κάνει με τις θεραπευτικές ιδιότητες των ρητινών. Αυτός είναι ένας ολόκληρος τομέας που μένει να ερευνηθεί, παράλληλα με την έρευνα για τη διατροφική αξία και τις πιθανές θεραπευτικές ιδιότητες της ρητίνης του πεύκου στη σύγχρονη ρετσίνα.
Η ανάμειξη και ο αρωματισμός του κρασιού με βότανα, ρητίνες, ρίζες και μπαχαρικά ήταν αγαπημένος τρόπος απόλαυσης του κρασιού στην Αρχαία Ελλάδα. Επίσης, αγαπημένη συνήθεια των αρχαίων Ελλήνων ήταν και η ανάμειξη ρητινιτών οίνων(της γνωστής μας ρετσίνας)με βότανα ή ακόμη και με μπίρα, μέλι ή υδρόμελι.
Τέτοια ποτά έχουν βρεθεί τόσο στην Κρήτη της ανακτορικής περιόδου όσο και στο θρησκευτικό κέντρο των Μυκηνών. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τα συγκεκριμένα ποτά ως τα πρώτα «κοκτέιλ» με κρασί, και μάλιστα ρετσίνα, χιλιετίες πριν από τη σημερινή τάση, που εδραιώνεται όλο και περισσότερο σε όλο τον κόσμο.
Μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου και παράλληλα με τη ραγδαία οικονομική ανάπτυξη που σημειώνει η χώρα από τη δεκαετία του 1950 σημειώνονται και οι πρώτες εξελίξεις στην παραγωγή της ρετσίνας. Πιο συγκεκριμένα, στα τέλη της δεκαετίας αυτής πραγματοποιούνται οι πρώτες εμφιαλώσεις του κρασιού, πρώτα στην Αλεξανδρούπολη (Αδαμίδης) και στη συνέχεια στη Χαλκίδα (Μαλαματίνας) και τα Μεσόγεια (Κουρτάκης). Η νέα εποχή για τη ρετσίνα επιφυλάσσει τεράστιες ευκαιρίες ανάπτυξης, αλλά εγκυμονεί και κινδύνους. Το εμφιαλωμένο κρασί είναι έτοιμο να ταξιδέψει ξανά εντός και εκτός συνόρων, αφήνοντας πίσω τους αιώνες που αποτελούσε προϊόν χωρικής παραγωγής και τοπικής κατανάλωσης.
Χωρίς προηγουμένως να έχει αλλάξει η εικόνα ενός κρασιού μαζικής κατανάλωσης και χαμηλών απαιτήσεων, οι παραγωγοί πέφτουν στην παγίδα του γρήγορου και εύκολου κέρδους. Όσο οι πωλήσεις αυξάνονται τόσο η φήμη του κρασιού αμφιλεγόμενης ποιότητας εξαπλώνεται σε Ελλάδα και εξωτερικό. Βεβαίως, η βελτίωση των τεχνικών μεθόδων επιτρέπει την παραγωγή κρασιών χαμηλής τιμής, αλλά ταυτόχρονα καλής ποιότητας και έτσι τα καλά παραδείγματα δεν λείπουν. Ωστόσο, το κοινό της ρετσίνας εκπαιδεύεται σταδιακά σε μια συγκεκριμένη έκφραση του κρασιού αυτού, που συνεχίζει να διατηρεί έντονα τα χαρακτηριστικά του ρετσινιού.
Και κάπως έτσι η ρετσίνα αποκτά τη «ρετσινιά» που την ακολουθεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι η γνωστή έκφραση «του κόλλησαν τη ρετσινιά» δεν προέρχεται από τη δυσφήμιση από την οποία δεν μπορεί να απαλλαγεί εύκολα το εν λόγω κρασί, αλλά από το δερμάτινο έμπλαστρο αλειμμένο με ρητίνη που χρησιμοποιούνταν παλιότερα και δεν ξεκολλούσε εύκολα.
Μετά την οδυνηρή παρένθεση της επταετούς δικτατορίας ξεκινούν οι διαδικασίες ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου η ρετσίνα να ενταχθεί στις ρυθμίσεις της Κοινότητας για τον αμπελοοινικό τομέα, εκδίδεται το πρώτο προεδρικό διάταγμα (ΠΔ) που ρυθμίζει αποκλειστικά την παραγωγή της ρετσίνας. Πρόκειται για το ΠΔ 514/5.7.1979, με το οποίο ορίζονται παράλληλα και ειδικότερες ζώνες παραγωγής ρετσίνας με ονομασία καταγωγής (πρόκειται για περιοχές των νομών Αττικής, Βοιωτίας και Εύβοιας). Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι η ρετσίνα προστατεύεται για πρώτη φορά από την ευρωπαϊκή νομοθεσία ως προϊόν που μπορεί να παραχθεί αποκλειστικά στην Ελλάδα. Για τον σκοπό αυτό δημιουργείται η ειδική κατηγορία «Ονομασία κατά Παράδοση», η οποία περιλαμβάνει επίσης ακόμη ένα κρασί, τη Βερντέα, από την περιοχή της Ζακύνθου.